«Σε μένα μιλάς;» είναι η περίφημη ατάκα του εμβληματικού «Ταξιτζή», που υποδύθηκε το 1976 ο σπουδαίος Ρόμπερτ Ντε Νίρο κι ο Σκορτσέζε ευφυώς τον άφησε ν’ αυτοσχεδιάζει στην αξέχαστη σκηνή που χάρισε Oscar στον ηθοποιό, παγκόσμια αναγνώριση και άνοιξε πόρτα στη λεωφόρο της δόξας και στους δυο.
Η Στέλλα Μιχαηλίδου, σκηνοθέτις της παράστασης , που από τις 5 Νοεμβρίου παίζεται με επιτυχία στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Μονής Λαζαριστών, τη διάλεξε για ελληνικό τίτλο στο τολμηρό έργο του Ράινερ Χάχφλεντ «EINS AUF DIE FRESSE», ίσως επειδή ένα όπλο ήταν εκεί είναι κι εδώ το μέσο που οδηγεί στον θάνατο, έστω κι αν οι αιτίες και οι αφορμές διαφέρουν ή έχουν συγγένειες. Μπορεί πάλι, αυτή η φράση να υπαινίσσεται το χυδαίο, το ανοίκειο και το οδυνηρό επακόλουθο.
Όπως ακριβώς συνέβη στην ταινία, όπως ακριβώς συμβαίνει στην προκείμενη επί σκηνής δράση. Αν θέλουμε παραλληλισμούς και με την ελληνική πραγματικότητα, φτάνει να θυμηθούμε την πρόσφατη αυτοχειρία του άμοιρου κρητικού παλικαριού που φοιτούσε στα Γιάννενα και υπέστη ανελέητη βία, εκφοβισμό (bullying), περιθωριοποίηση . Αφαίρεσε τη ζωή του και δε δικαιώθηκε ποτέ. Ένα τέτοιο μάθημα είναι αυτή η παράσταση.
Δοσμένο όχι από έδρανα μήτε από βιβλία, αλλά από την αμεσότητα μιας πρωτότυπης θεατρικής παράστασης. Σύγχρονης, τόσο σημερινής, όσο και οι εικόνες που συναντάμε στους δρόμους και τα κτίρια, τα πλημμυρισμένα με λογής- λογής γκράφιτι, όπως στις νότες και στους στίχους των ράπερς, όπως στις στιχομυθίες των εφήβων που ακούμε οπουδήποτε δημόσια, πασπαλισμένες με γλωσσικούς κώδικες και συμπεριφορές σπασμωδικές, ελαφριές, αστόχαστες.
Ο Χάχφλεντ όμως δεν έμεινε στο συμβάν της αυτοκτονίας και στα προφανή. Μπήκε στο σχολείο, εισέβαλε και στα σπίτια των εφήβων μαθητών, ψυχογράφησε ενήλικες γονείς, μοίρασε ευθύνες κι έδειξε στο κοινό τους ηθικούς αυτουργούς.
Η βία μεταξύ των σπουδαστών δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Οι εγχώριες συνθήκες, η έλλειψη αναγνώρισης και η ψυχολογική πίεση οδηγούν σε μια «σπείρα της βίας», στην όποια κοινωνία. Οι λέξεις βλάπτουν ακριβώς, όπως "ένα ράπισμα στο πρόσωπο". Αυτός είναι και ο τίτλος του βραβευμένου έργου , που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1996 στο Βερολίνο.
Η υπόθεση: Ο Matze σκότωσε τον εαυτό του. Οι δεκαπεντάχρονοι φίλοι του και συμμαθητές του αμαυρώνουν το φέρετρο. Γιατί το έκανε ο νεαρός; Πόσο κοντά του ήταν η μητέρα του; Ήταν κάποιο λάθος του υπερφορτωμένου καθηγητή του που τον οδήγησε στην απελπισία ; Ήταν ο νταής Lucky που ασκούσε τρομερή πίεση σε όλους τους συμμαθητές; Ήταν το δηλητηριώδες χιούμορ της Minnie ή της Lana , που τον ήθελε, αλλά δεν τολμούσε να το πει, να το δείξει;
Η έλλειψη αγάπης θα ήταν μια απλή εξήγηση, αλλά είναι τόσο ανεπαρκής λόγος να πείσει το ακροατήριο. Προχωράμε. Ένας σκληρός πατέρας και εθισμένος στο ποτό δεν είναι χειρότερος από την υπερκορεσμένη - από τα προσωπικά της - μητέρα ή τον ερασιτέχνη μάγειρα, ο οποίος σερβίρει σαμπάνια στην κουζίνα – άντρο του αλλά δεν «ακούει» τον γιο. Η ιστορία, ναι μεν αρχίζει στον τάφο ενός φοιτητή που έχει αυτοκτονήσει , γίνεται όμως ένα μωσαϊκό ενοχών όλων των εμπλεκομένων.
Οι συμμαθητές, οι δάσκαλοι και οι γονείς προσπαθούν να απεμπλακούν από τη δική τους ευθύνη κι ενώ η ανωριμότητα, η σεξουαλική άγνοια, η ενδοσχολική βία και η καταπίεση επικρατούν, η ενοχή μετακυλίεται από τον έναν στον άλλον. Μόνο όταν ένας νεοφερμένος έφηβος εισέλθει στην τάξη, μέσω της περιέργειας και της αντίστασής του, θα τεθεί σε κίνηση μια διαδικασία που αναγκάζει όλους τους εμπλεκόμενους να ασχοληθούν με το βάλτο της καθημερινής σωματικής και ψυχολογικής βίας , στον οποίο ο καθένας έχει τη θέση του.
Η παράσταση: Οι εγχώριες σκηνές δεν ακολουθούν το συνηθισμένο ρεαλισμό ενός αστυνομικού έργου. Η σκηνοθεσία, με ευφάνταστους τρόπους, ρίχνει φως στις πτυχές της εφηβικής ψυχής και περιπαίζει τους ενήλικες. Κυριαρχεί η μουσική ραπ, ο καίριο ς στίχος που στηλιτεύει τα κακώς κείμενα, τουλάχιστον στο μυαλό των παιδιών, οι εντυπωσιακότατες χιπ-χοπ χορογραφίες εκτελεσμένες με θαυμαστή τεχνική και άψογο συγχρονισμό από τους γυμνασμένους χορευτές και το ευφυέστατο εύρημα του τοίχου-οθόνη.
Παρέλασαν από τα μάτια μας έξοχα συνθήματα, γκράφιτι πολύχρωμα, πνευματώδεις ατάκες, ενώ οι φρενήρεις ρυθμοί δεν επέτρεψαν την αφηρημάδα να παρεισφρήσει στην αίθουσα ούτε για ένα λεπτό. Το σκηνικό - κάδος απορριμμάτων, εξαιρετικό σύμβολο νοσηρής κατάστασης, οι εναλλαγές χώρων ευρηματικές, γρήγορες , λιτές αλλά όχι ασθενικές. Έμπειροι και νέοι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Ο D.J. επί σκηνής «ζωγραφίζει» μουσικές και οι χορευτές χιπ-χόπερς συγκλονιστικοί. Πρόκειται για μια πραγματικά σύγχρονη παράσταση που αφορά εφήβους και ενήλικες, προβληματίζει, επιμερίζει τα αίτια και, ταυτόχρονα, ψυχαγωγεί και αφυπνίζει συνειδήσεις. Δείτε την. Είναι πολλαπλό το κέρδος.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Γιάννα Τσόκου
Σκηνοθεσία: Στέλλα Μιχαηλίδου
Σκηνικά: Λίλα Καρακώστα
Κοστούμια: Ελίνα Ευταξία
Μουσική: Κώστας Βόμβολος
Στίχοι τραγουδιών: Μάρα Τσικάρα
Κίνηση: Στέλλα Μιχαηλίδου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Video Art: Μπάμπης Βενετόπουλος
Α’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Άννη Τσολακίδου
Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη – Βοηθός κινησιολόγου: Αρετή Μίχου
Βοηθός Σκηνογράφου: Κέλλυ Εφραιμίδου
Βοηθός ενδυματολόγου: Μαλαματή Ευθυμιάδου
Διανομή με αλφαβητική σειρά: Κατερίνα Αλέξη (Λάνα Σμιτ) Φανή Αποστολίδου (Μαρί Λουίζε Μπλόμε (Μίνη), Άννα Κυριακίδου (Κυρία Σμιτ, μητέρα της Λάνα), Νίκος Μήλιας (Ζβεν Ζόμερλαντ), Νίκος Ορτετζάτος (Κύριος Ζόμερλαντ (Μαξ), πατέρας του Ζβεν), Στέφανος Πίττας (Λούκας Κουνέβσκι (Λάκη), Θοδωρής Πολυζώνης (Κύριος Ρατσενάουερ, (Ράτσε), δάσκαλος), Βασίλης Σεϊμένης (Κύριος Έρμπαχ, πατριός του Ματίας), Στέργιος Τζαφέρης (Κύριος Φέρστερ, διευθυντής του σχολείου), Φωτεινή-Δήμητρα Τιμοθέου (Κυρία Έρμπαχ, μητέρα του Ματίας), Μάρα Τσικάρα (Κυρία Μπλόμε, (Σέντα), μητέρα της Μίνη), Γιάννης Χαρίσης (Κύριος Κουνέβσκι, πατέρας του Λάκη)
Μουσικός επί σκηνής – DJ: Δημήτρης Καπετάνιος / Παναγιώτης Μητσόπουλος.
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου