Δημήτρης Ρουκάς M.Sc. Τεχν. Γεωπόνος Επιστημονικός Συνεργάτης Π.Ε. Πιερίας
Ένα από τα κύρια και πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του ανθρώπινου πολιτισμού είναι η ιστορία της δομικής δραστηριότητας του. Τα διασωθέντα κατασκευαστικά στοιχεία του παρελθόντος σε ένα δομημένο περιβάλλον όπως το αστικό ή το αγροτικό συγκροτούν την ιδιαίτερη τοπική πολιτιστική ταυτότητά του.
Είναι η κληρονομιά ενός δομημένου πλούτου που αποτελεί και ένα ζωντανό αποτύπωμα του παρελθόντος. Ένα τέτοιο ζωντανό αποτύπωμα της δομικής δραστηριότητας στην πόλη της Κατερίνης είναι και ο εναπομείνας Παραδοσιακός Πλινθόκτιστος Μαντρότοιχος επί της οδού Επισκόπου Κίτρους Μακαρίου, στο ύψος του Μύλου του Παγγέλα, απομεινάρι μιας άλλης εποχής με φανερά επάνω του τα σημάδια της φθοράς του χρόνου.
Περιδιαβαίνοντας την οδό Επισκόπου Κίτρους Μακαρίου λίγοι ίσως περαστικοί μπορεί να πρόσεξαν την ύπαρξη του, αν και από το σημείο διέρχονται καθημερινά αρκετές εκατοντάδες κάτοικοι της Κατερίνης. Ο εντυπωσιακός πλινθόκτιστος μαντρότοιχος που σώζεται στη βόρεια ανατολική πλευρά του οικοπέδου και ανήκει στην οικογένεια Γιώργου Λιακόπουλου, βρίσκεται στο σημείο αυτό περισσότερο από 100 χρόνια. Εκεί ο χρόνος σταμάτησε και δημιούργησε ένα Φυσικό Κινηματογραφικό Σκηνικό ταινίας του Αγγελόπουλου ή του Βούλγαρη, σπαράγματα ενός εξαφανισμένου παρελθόντος της Κατερίνης που αρνείται να παραδοθεί στην καταστροφική μοίρα μιας σύγχρονης πόλης. Σε αυτή την γωνία της πόλης βλέπουμε μια παλιά όψη της πόλης της Κατερίνης, πριν την αστικοποίηση της, μπορούμε να παρατηρήσουμε την μαρτυρία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς για την οποία είμαστε υπεύθυνοι να την αποτιμήσουμε διατηρώντας την.
Στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία της κατοικίας ήταν ο μαντρότοιχος, κτισμένος με τα πιο βασικά στοιχεία της φύσης, το νερό, τη λάσπη, το άχυρο και το ξύλο. Ο μαντρότοιχος ήταν το στοιχείο, εκείνο που καθόριζε με σαφήνεια τα όρια μιας κατοικίας. Ο σημερινός εναπομείνας παραδοσιακός μαντρότοιχος είναι ο εξωτερικός τοίχος, ενός αχυρώνα που υπήρχε και αποτελούσε τμήμα του πλίθινου αυλόγυρου. Ο πλίθινος αυλόγυρος διαχώριζε την περίκλειστη εσωτερική αυλή της οικίας που βρισκόταν στην γωνία επί των οδών Λαχανά και Επισκόπου Κίτρους Μακαρίου. Αποτελεί ένα πολεοδομικό στοιχείο που χαρακτήριζε τον παλαιό πολεοδομικό ιστό της πόλης της Κατερίνης, αναδείκνυε την παραδοσιακή ατμόσφαιρα του οικισμού και συγκεκριμένα μπορεί να μας δώσει την εικόνα της αρχιτεκτονικής οικοδομικής παράδοσης μίας αγροτικής κατοικίας στο πεδινό γεωλογικό περιβάλλον της Κατερίνης. Ο μαντρότοιχός, ένας τοίχος που κατασκευάζεται στο ύπαιθρο, είναι σταθερά συνδεδεμένος µε το έδαφος και, όπως σωστά ονομάζει και ο Κτιριοδομικός Κανονισμός, εδράζεται απ' ευθείας ή δια μέσου άλλων στοιχείων (λίθινη θεμελιοδομή) σ' αυτό, αντανακλά δε την προσαρμογή του ανθρώπου στο γύρω περιβάλλον που κατοικεί. Στον λίγο περιβάλλοντα χώρο που καταλαμβάνει ο πλινθόκτιστος τοίχος, επί της Επισκόπου Κίτρους Μακαρίου και παρόλη την φθορά που έχει υποστεί επιτυγχάνει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα σε ζητήματα αισθητικής αλλά και η μάζα του δίνει μια αίσθηση της μονιμότητας και της διαχρονικότητας.
Με θέα τον μαντρότοιχο από πλιθιά ξαναζωντανεύει η ιστορία της Κατερίνης
Κοιτάζοντας τον χωμάτινο μαντρότοιχο φαίνεται πως δεν υπάρχει πιο εξαιρετική αλληγορία από το πανέμορφο τραγούδι «Ο Δρόμος» (είχε την δική του ιστορία) που τραγούδησε ο αείμνηστος Μάνος Λοίζος, για το πώς ο ταπεινός τοίχος γίνεται ο καλύτερος αφηγητής της ιστορίας της Κατερίνης και μπορεί να γυρίζει το χρόνο πίσω, στην παλιά Κατερίνη. Τα 24 μέτρα μήκος και τα 2,2 μέτρα ύψος δόμησης του εναπομείναντα παλαιού μαντρότοιχου στο όριο του οικοπέδου, είναι ένα απομεινάρι μιας οπτικής μνήμης της εικόνα της παλαιάς Κατερίνης μέσα στο σύγχρονο αστικό ιστό.
Έτσι η ύπαρξη του παραπέμπει αποσπασματικά σε μια προηγούμενη εικόνα της πόλης. Βλέπουμε μια Κατερίνη στο κοινωνικό ιστό της .Είχε έναν μεγάλο αγροτικό πληθυσμό, ο οποίος κατασκεύαζε μόνος του τα σπίτια του. Ίσως να μη μπορεί να θεωρηθεί μνημείο ώστε να επιληφθεί η Εφορία Νεοτέρων Μνημείων με σκοπό να το διασώσει από μια μελλοντική κατάρρευσή του, έχει όμως την ιστορική του αξία, καθώς ο τομέας της δόμησης ενσωματώνει στοιχεία με ιστορική μνήμη και μπορεί να εξιστορήσει ένα κομμάτι του παρελθόντος της πόλης. Αν τον μελετήσουμε, μπορούμε να βγάλουμε ορισμένα ασφαλή συμπεράσματα για την ιστορική εξέλιξη της Κατερίνης. Ο πλίνθινος μαντρότοιχος στην πόλη δεν αντιπροσωπεύει μόνο τον εαυτό του, τις λειτουργίες του και τους χρήστες, δεν είναι μόνο μια παλιά εικόνα του τρόπου δόμησης που έχει παραμείνει χρόνια σε απομόνωση, είναι ταυτόχρονα και ένα αποτύπωμα της χωροταξίας, της γεωμορφολογίας και των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που συνέθεταν την πόλη της Κατερίνη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Μπορεί σε λίγα χρόνια να μην υπάρχει κανείς που να θυμάται ή να μπορεί να πει κάτι γι αυτόν τον μαντρότοιχο καθώς οι γενιές φεύγουν, αλλά και ο ίδιος ο τοίχος μπορεί να μην υπάρχει, να καταστραφεί π.χ. λόγω της διάβρωσης και της αποσάθρωσης. Δυστυχώς τέτοια κτίσματα καταρρέουν από τη φθορά, καθώς οι ιδιοκτήτες τους δεν ενδιαφέρονται ή αδυνατούν να επωμιστούν το κόστος συντήρησής τους ή διαπιστώνουν ότι δεν ταιριάζει στις «σύγχρονες πολεοδομικές μας» αντιλήψεις που δυστυχώς υιοθετήσαμε με προχειρότητα, τσαπατσουλιά, εγωισμό και «κιτς», κολακευμένοι από τη σύγχρονη ανάπτυξη. Τις τελευταίες δεκαετίες θεωρήσαμε πως οι πλινθοδομές δεν είναι ευγενικό στοιχείο (λάσπη ,χώμα) δόμησης και άδικά απαξιώθηκε αν και έχει άριστη μονωτική συμπεριφορά. Όμως ο παραδοσιακά κτισμένος μαντρότοιχός από αρχιτεκτονικής απόψεως έχει τεράστιο ενδιαφέρον προς μελέτη.
Η Παραδοσιακή Τοιχοποιία Μαντρότοιχου
Η κατασκευαστική τεχνική της φέρουσας τοιχοποιίας του μαντρότοιχου, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως τρόπος δόμησης του, δεν είναι άλλη από αυτή που χρησιμοποιήθηκε από τα πρώτα χρόνια της ανθρωπότητας και απαντάται σε όλα τα μέρη του κόσμου. Αυτός ο τρόπος κατασκευής συναντάται σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Ελλάδα η χρήση των ωμοπλίνθων σταματά στα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Ο μαντρότοιχος είναι ένα σαφές δείγμα Φυσικής Δόμησης και φέρει χαρακτηριστικά τοπικότητας, καθώς χρησιμοποιήθηκαν τοπικά δομικά υλικά, απλά εργαλεία και τεχνικές. Αποτελεί μια τυπολογική μορφή παραδοσιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής που την συναντάμε κάπου-κάπου σε αστικές και ημιαστικές αλλά κυρίως στις αγροτικές περιοχές και επειδή κατασκευάζεται με τοπικά υλικά βρίσκεται σε πλήρη οπτική αρμονία με το περιβάλλον. Όμως η φυσική δόμηση (πλινθοδομές – λιθοδομές) απαιτεί διαρκή συντήρηση σε όλη τη διάρκεια ζωής των δομικών στοιχείων, ώστε να µην παρατηρείται μείωση της αντοχής τους λόγω των περιβαλλοντικών δράσεων.
Η τοιχοποιία του παραδοσιακού μαντρότοιχου είναι ένα σύνθετο και ανομοιογενές δομικό στοιχείο που αποτελείται από τοιχοσώματα. Είναι ένα στοιχείο κατασκευασμένο από διάφορα φυσικά υλικά όπως, λίθοι, ωμόπλινθοι (πλιθιά) ,οπτόπλινθοι (ψημένα συμπαγές τούβλα), ξύλα και από κονίαμα από τσιμεντοκονίαμα και πηλοκονίαμα. Όμως τα υλικά είναι ανανεώσιμα (όπως τα ξύλα και το άχυρο) ενώ κάποια άλλα (όπως οι πέτρα και το χώμα) υπάρχουν σε τέτοια αφθονία και είναι πρακτικά ανεξάντλητα. Το τσιμεντοκονίαμα αποτελεί πολύ μεταγενέστερη παρέμβαση ως επίχρισμα, αντιπροσωπεύοντας μια επιπόλαια συντήρηση του τοίχου.
Κατασκευάστηκε µε δεξιοτεχνία και με υλικά που ήταν εύκολα να βρεθούν εκείνη την εποχή, τα οποία χρειάζονταν έως και ελάχιστη επεξεργασία ή μεταφορά και επομένως τα οικονομικά και περιβαλλοντολογικά κόστη ήταν χαμηλά (με χαμηλό αντίκτυπο στο περιβάλλον). Δεν πρέπει να μας ξεφεύγει της προσοχής και η σταθερότητα της τοιχοποιίας η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, όχι τόσο από τα υλικά που χρησιμοποιηθήκαν, όσο από τον τρόπο που τοποθετούνται στην κατασκευή. Ο τοίχος είναι κτισμένος με λιθόκτιστα θεμέλια και πλινθόκτιστη ανωδομή, έχει μήκος 24μ., υψος2,2μ και πάχος 0,7μ.. Επίσης η πρόσοψη του τοίχου μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα μέρη με βάση την διαφορετική εικόνα της φέρουσας τοιχοποιίας
Η πέτρινη βάση του μαντρότοιχου
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της τοιχοποιίας του, είναι το μεγάλο ύψος της πέτρινης θεμελιοδομής του η οποία είναι ενός μέτρου (1μ.) καθ' ύψος από το έδαφος. Η θεμελιοδομή του, είναι αργολιθοδομή καθώς αποτελείται από ακατέργαστους λίθους, με τη χρήση συνδετικού λασποκονιάματος κατασκευασμένη από τοπική πέτρα η οποία κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τον γειτονικό ποταμό (που κουβάλησαν με άλογα, γαϊδούρια ,ή κάρα) και ενισχύθηκε με οριζόντιες ξυλοδεσιές.
Αυτός ο συνδυασμός της τοιχοποιίας, πέρα από το μορφολογικό χαρακτήρα που δίνει στο χώρο, επιφέρει στατικά πλεονεκτήματα και λόγω της υδρόφοβης ιδιότητας της πέτρας προσφέρει προστασία προκειμένου να αποφεύγονται προβλήματα υγρασίας από την ανερχόμενη υγρασία του εδάφους διότι οι ωμόπλινθοι δεν μπορούν μηχανικά και δομικά να είναι σε άμεση επαφή με το έδαφος. Αν και η χρήση της πέτρας ήταν περιορισμένη στην δόμηση λόγω έλλειψής της, εξαιτίας του πεδινού ανάγλυφου της πόλης εντούτοις το ύψος του ενός μέτρου (1μ) πέτρινης θεμελιοδομής μαρτυρά ότι η περιοχή είχε πολύ υγρασία. Την εποχή πριν τον πόλεμο επί της οδού Λαχανά υπήρχε αυλάκι.
Οι ωμόπλινθοι της πλινθοδομής
Πάνω από την πέτρινη βάση η τοιχοποιία συνεχίζεται με φυσικούς ωμόπλινθους. Οι ωμόπλινθοι (άψητες χωμάτινες πλιθιές), με το διεθνή χρησιμοποιούμενο όρο «Adobe» είναι ένα φυσικό δομικό υλικό που έχει παρασκευαστεί χειροποίητα από την ανάμιξη αργιλικού εδάφους, άμμου και νερού με την προσθήκη ινωδών ή οργανικών βιοϋλικών (πχ. άχυρο, ξερά χόρτα) με σκοπό την ενίσχυση της αντοχής και της συνεκτικότητας, Αυτό το φυσικό δομικό υλικό έχει μορφοποιηθεί με την χρήση ειδικών ανοιχτών πλαισίων-καλουπιών του επιθυμητού σχήματος. Η κατασκευή του γινόταν το καλοκαίρι, όταν η θερμότητα που επικρατούσε ευνοούσε την εξάτμιση καθώς αφήνοντας στην ύπαιθρο για να στεγνώσει στον ήλιο έπαιρναν το επιθυμητό σχήμα. Οι κατασκευές πλίθας - ωμοπλίνθων είναι εξαιρετικά ανθεκτικές και μεταξύ τέτοιων συγκαταλέγονται μερικά από τα παλαιότερα μνημεία του πλανήτη. Η τοιχοποιία από ωμοπλίνθους αποτελεί δομικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της χώρας μας.
Οι ωμόπλινθοι που χρησιμοποιήθηκαν είναι Ελληνικού Τύπου έχουν σχήμα παραλληλεπίπεδο και οι συνήθεις διαστάσεις είναι (σε cm) 29.4×29.4 15.2, χτίζονται δε όπως τα τούβλα. Το χώμα που χρησιμοποιήθηκε ήταν από το άμεσο περιβάλλον της κατασκευής και η εξαγωγή του έγινε από το ίδιο το οικόπεδο.
Για την ολοκλήρωση του χτισίματος του πλίνθινου τοίχου χρησιμοποιήθηκε πηλοκονίαμα μείγμα χώματος με μεγαλύτερη αναλογία σε άμμο, χωρίς προσθήκη άχυρου
Οι ξυλοδεσιές του μαντρότοιχου
Στον μαντρότοιχο σημαντικό ρόλο παίζουν και οι τραβέρσες, τα ξύλινα δοκάρια (ξυλοδεσιές) που τοποθετήθηκαν οριζόντια, κάθετα και πλάγια. Πρόκειται για αναπόσπαστο οπλισμό της φέρουσας πλίνθινης κατασκευής του και προέρχονταν από τοπικά είδη δένδρων που ήταν πιο φτηνά, αφού γενικά οι μεταφορές υλικών ήταν δύσκολες και ανέβαζαν το κόστος.
Τα ξύλα που χρησιμοποιήθηκαν ως δοκοί στα ζωνάρια είναι από επεξεργασμένη ξυλεία και είναι τοποθετημένα στις εξωτερικές παρειές, και έχουν ορθογωνική διατομή 4,0 – 8,0 cm επί 5,0 – 12,0 cm. Καθώς εδράζονται σε μεγάλο μήκος της πλευρά του τοίχου, τα ξύλα παρουσιάζουν ασυνέχεια και συνδέονταν μεταξύ με λοξές τομές (φάλτσα) που επικάθονται το ένα πάνω στο άλλο, με απλή παράθεση, χωρίς να είναι σαφής ο τρόπος σύνδεσης τους. Το ξύλινο ζωνάρι δεν είναι συνεχές σε όλο το μήκος της τοιχοποιίας αλλά παρουσιάζει διαφορετική εικόνα στην δεξιά πλευρά και μέχρι την μέση του τοίχου το ζωνάρι βρίσκεται ακριβώς στο σημείο οπού τελειώνει η λιθοδομή και ξεκινά η πλινθοδομή συνδέοντας έτσι τα δύο διαφορετικά υλικά. Σε αυτή την μεριά είναι εκτεθειμένο, ενώ αντίθετα από την μέση και προς τα αριστερά είναι καλυμμένο από μεταγενέστερο επίχρισμα τσιμεντοκονιάματος. Επίσης από την μέση και προς τα αριστερά έχουμε επιπλέον ξύλινο ζωνάρι το οποίο βρίσκεται στην μέση της πλινθοδομής.
Ο κατακόρυφος και πλάγιος ξύλινος φέρων οργανισμός στην πλινθοδομή που υπήρχε στην δεξιά πλευρά του λείπει, αφήνοντας εκτιθέμενες αύλακες εκεί όπου υπήρχε, εντείνοντας έτσι την φθορά της τοιχοποιίας, ενώ στην αριστερή δεν έχουμε ύπαρξη ένδειξης για παρουσία κατακόρυφων ή πλάγιων ξύλινων δοκών στον φέροντα οργανισμό.
Τα δύο άκρα του μαντρότοιχου παρουσιάζουν εντελώς διαφορετική εικόνα. Το αριστερό, επειδή καταλήγει σε τσιμεντένια κολώνα είναι σε αρίστη κατάσταση, ενώ το δεξιό που δε στηρίζεται πουθενά έχει υποστεί κατάρρευση.
Στην αναζήτηση μιας εικόνας των αστικών κατοικιών μας οδηγεί η ύπαρξη ενός ζωναριού από οπτοπλινθοδομές (ψημένα συμπαγή τούβλα) από τη μέση της τοιχοποιίας και αριστερά στο μέσο ύψος της πλινθοδομής. Επίσης, οπτοπλινθοδομές έχουμε συμπληρωματικά και σε άλλα σημεία που μαρτυρούν ότι τα ψημένα συμπαγή τούβλα υπήρχαν πλέον σε ευρύτερη χρήση στη δόμηση. Τα ψημένα συμπαγή τούβλα είναι ένα υλικό που διατίθενται σε περιοχές αστικής ανάπτυξης.
Ο σοβάς του μαντρότοιχου
Ο τοίχος, στο μισό μήκος του, φέρει επίχρισμα (σοβά) στη λιθοδομή της θεμελίωσής του από τη μέση και αριστερά ενώ από τη μέση και δεξιά η λιθοδομή δεν φέρει επίχρισμα. Το εναπομείναν επίχρισμα που διακρίνουμε, φαίνεται ότι είναι μεταγενέστερη επέμβαση από την αρχική του κατασκευή. Ο σοβάς, σε ορισμένα σημεία, δεν καλύπτει όλη τη λιθοδομή αλλά μόνο τους αρμούς της. Ασφαλώς, ο ρόλος του επιχρίσματος είναι η προστασία του τοίχου από τις καιρικές συνθήκες και ειδικά από τη βροχή και από την υγρασία - η παρουσία παρασιτικής χλωρίδας (βρύων και λειχήνων) στο επίχρισμα αποδεικνύουν την ύπαρξη της.
Το καπέλο του μαντρότοιχου
Ιδιαίτερη μέριμνα δόθηκε (για αυτό και διατηρείται τόσα χρόνια) στην κάλυψη της κορυφής του τοίχου με κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Τα κεραμίδια ακολουθούν το περίγραμμα της κάτοψης, σχηματίζοντας επικλινές γείσο με μικρή προεξοχή περιμετρικά. Σκοπός της προεξοχής ήταν κυρίως να αποφευχθεί η απορροή από τα διασταλάζοντα νερά της βροχής στην πρόσοψη. Πριν λίγο καιρό τα κεραμίδια αντικαταστήθηκαν από βαμμένη κόκκινη λαμαρίνα.
Μια καινοτόμος λύση από το παρελθόν
Είναι αλήθεια όμως ότι τέτοιου είδους πολεοδομικά στοιχεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής άλλων εποχών δεν εκτιμήθηκαν, με αποτέλεσμα να αφανιστούν δυστυχώς και μαζί τους κάποιες θαυμάσιες κατασκευές. Ωστόσο, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική κάθε εποχής και κάθε τόπου εμπεριέχει συσσωρευμένη εμπειρία και πρακτική πολλών αιώνων και είναι μία συνεχής πηγή γνώσης για τις επόμενες γενιές.
Σε μια χρονική στιγμή στην οποία αναζητούμε την καινοτομία ως μια νέα πρωτοποριακή αντίληψη των πραγμάτων, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, κομμάτι της οποίας είναι η ωμοπλινθοδομή, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως καινοτόμος ενέργεια. Μια καινοτομία όχι με την έννοια της εφαρμογή νέων πρωτοποριακών μεθόδων δόμησης αλλά περισσότερο σαν μια προσπάθεια συμβίωσης των ανθρώπων με τις φυσικές, ιστορικές, πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους που οριοθετούν την περιοχή στην οποία ζει. Η παραμελημένη λαϊκή αρχιτεκτονική του χώματος έχει αξία και πρέπει να την συνδυάσουμε με τις σύγχρονες αντιλήψεις και την επιστημονική μέθοδο για να βρει χώρο στο μέλλον της δόμησης ώστε να φτιάξουμε ασφαλείς, οικολογικές, λειτουργικές κατασκευές από χώμα.
Σήμερα πολλά κράτη (Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία) έχουν προδιαγραφές για δόμηση με χώμα, τις οποίες χρησιμοποιούν και σε σύγχρονες κατασκευές. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάτι ανάλογο. Δυστυχώς η περιθωριοποίηση του πηλού ως οικοδομικό υλικό, τουλάχιστον στη χώρα μας, έχει συμβάλει στην υποβάθμισή του όσον αφορά το θεσμικό και το ερευνητικό πλαίσιο.
Είναι λοιπόν ζωτικής σημασίας η αναγνώριση, κατανόηση, καταγραφή και διάσωση του ιστορικού αυτού δομημένου πλούτου, καθώς, όπως λένε πάρα πολλοί στις μέρες μας, οι λύσεις του παρελθόντος μπορούν να παραμένουν «καινοτόμες». Τέλος δεν πρέπει να αγνοούμε ότι στην προβολή και ανάδειξη αυτού του δομημένου παραδοσιακού πλούτου στηρίζεται, σε σημαντικό βαθμό, η σύγχρονη τουριστική ανάπτυξη.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου