Μήνυση για εσχάτη προδοσία,παραβίαση δικαστικής απόφασης, απιστία και παράβαση καθήκοντος κατά του Κοτζιά καταθέτει την δευτέρα ο πρόεδρος του ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΑΚΚΕΛ) Βάκης Τσιομπανίδης, ο υπουργός εξωτερικών γνωρίζοντας πως υπήρχε απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας που δεν αναγνωρίζει Μακεδονική εθνότητα και Μακεδονική γλώσσα παραβιάζει την απόφαση και προχωρά σε μια επιζήμια για την Ελλάδα συμφωνία.
Ο άρειος πάγος απο απο τις 19 Μαΐου 2009 αποφάσισε πως δεν μπορεί να υφίσταται όρος ''Μακεδονικός-
ική'' για το κράτος των Σκοπίων. Άρα Τσίπρας και Κοτζιάς παρανομούν παραβιάζοντας αποφάσεις του αρείου πάγου Απόφαση 1448 / 2009 .
Είναι αυτονόητο ότι ένα μωσαϊκό εθνοτήτων δεν μπορεί, σε εξήντα χρόνια, να αποκτήσει εθνολογική οντότητα, στηριζόμενο σε χαλκευμένα ιστορικά στοιχεία. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Εφετείο έκρινε "ότι ο σκοπός του υπό αναγνώριση Σωματείου αντίκειται προς τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, αφού θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Ελληνικού Κράτους, με τις εξαγγελόμενες ρητώς και σιωπηρώς δραστηριότητες των μελών του, ότι, με την εμμονή του στη γενική αναφορά του όρου "μακεδονικός- ική" πολιτισμός - γλώσσα προκαλεί σύγχυση τόσο στο εσωτερικό της Χώρας και, ιδίως, στους ενδιαφερομένους να συμμετάσχουν στο Σωματείο ως μέλη, αποδεχόμενοι το σκοπό αυτό, όσο και διεθνώς, στα Κράτη και στους λοιπούς φορείς, με τους οποίους θα συναλλαχθεί αυτό, ενόψει της πραγμάτωσης του σκοπού του, μέσω διαβημάτων, συνεργασιών κλπ, καθώς και ότι αναγνώριση του Σωματείου προσκρούει στην ανάγκη ειρηνικής συμβίωσης των πολιτών της περιοχής και κατ' επέκταση της γαλήνης της Χώρας", και ότι η αίτηση ήταν απορριπτέα, ως αβάσιμη κατ' ουσία και στη συνέχεια, απέρριψε την ασκηθείσα έφεση, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως.
Με τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο, από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, λόγους αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο, με το να κρίνει ότι ο σκοπός του σωματείου, του οποίου την αναγνώριση ζητούσαν οι αιτούντες - νυν αναιρεσείοντες, αντίκειται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, διότι θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Ελληνικού Κράτους, παρεβίασε κανόνες ουσιαστικού δικαίου και ειδικώτερα τις διατάξεις των άρθρων. 2, 4, 5, 14, 25 και 12 του Συντάγματος, 9,10 και 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) και των άρθρων 78 έως 84 ΑΚ. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, προεχόντως, ως αόριστοι, καθόσον ουδόλως προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ποιό είναι το νομικό σφάλμα του δικάσαντος δικαστηρίου ερμηνευτικό ή υπαγωγικό και στη δεύτερη περίπτωση σε τι συνίσταται η παράβαση κατά την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, αλλά και σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα μείζονα νομική σκέψη, η προστασία της δημόσιας τάξης, της εθνικής ασφάλειας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων, αποτελούν νόμιμους και επιτρεπτούς περιορισμούς της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των προστατευομένων από τις ως άνω διατάξεις και κατά συνέπεια το δικάσαν Εφετείο δεν παρεβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ τις σχετικές με τα δικαιώματα αυτά, αλλά ούτε και τις λοιπές ως άνω διατάξεις, που προστατεύουν τα αντίστοιχα δικαιώματα (ελευθερία έκφρασης και γνώμης, ελευθερία προσωπικότητας, ίση μεταχείριση, ελευθερία του συνέρχεσθαι), ούτε τέλος, τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας), δεδομένου, ότι το μέτρο της μη αναγνώρισης του Σωματείου είναι αναγκαίο, για την αποφυγή της προσβολής της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. Επί πλέον, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος αυτού, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 9, 10, 11 και 14 της ΕΣΔΑ, εκ του ότι, το δικάσαν Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε την αίτηση λόγω της εθνικής καταγωγής και των πεποιθήσεων των αιτούντων, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος και ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και ως εκ τούτου αβάσιμος, δεδομένου ότι ουδόλως περιέχονται παρόμοιες παραδοχές στην προσβαλλομένη απόφαση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής.
ΙΙ. Με τον δεύτερο, από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα μη επιτρεπόμενα και αποδείξεις που δεν προτάθηκαν και δεν προσκομίσθηκαν από τους αιτούντες. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αόριστος, διότι ουδόλως προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ποια είναι τα αποδεικτικά μέσα στα οποία αναφέρεται η αιτίαση του προκείμενου λόγου και για ποια αιτία είναι μη επιτρεπτά.
Η διάταξη του άρθρου 744 ΚΠολΔ, ορίζει ότι το δικαστήριο, όταν δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικώτερου κοινωνικού συμφέροντος. Η διάταξη του άρθρου 759 παρ.3 ΚΠολΔ ορίζει ότι το δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάσσει αυτεπαγγέλτως κάθε τι, που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών. Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ (συζητητικό σύστημα) και καθιερώνεται, για τις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά συνέπεια, αφού στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ισχύει η ελεύθερη απόδειξη και ο δικαστής αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης, δικαιούται, για τη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, να λαμβάνει υπόψη του κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, ακόμη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ. Επίσης, η διάταξη του άρθρου 336 παρ.1 ΚΠολΔ, ορίζει ότι πραγματικά γεγονότα, τα οποία είναι τόσο πασίγνωστα, ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι είναι αληθινά, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, ενώ η παράγρ. 2 της ίδιας διάταξης ορίζει ότι πραγματικά γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργειά του, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, αν η αλήθεια τους ισχύει απέναντι σε όλους.
Εν προκειμένω με τον έκτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο υπέπεσε στις πλημμέλειες, τις προβλεπόμενες α) από το άρθρο 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ (δέχθηκε, ως αληθινά, πράγματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη) και β) από το άρθρο 559 αριθμ.11 ΚΠολΔ, (έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα μη επιτρεπτά και αποδεικτικά μέσα, που δεν προσκομίσθηκαν από τους αιτούντες) και ειδικότερα ότι το δικάσαν Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι ο σκοπός του υπό αναγνώριση Σωματείου αντίκειται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια και θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Ελληνικού Κράτους, δέχθηκε, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο πραγματικά περιστατικά, τα σχετικά με την Ελληνική Ιστορία και την ταύτιση των αρχαίων Μακεδόνων με τους 'Ελληνες, καθώς επίσης τα σχετικά με την κίνηση του νεοσυσταθέντος (1991) κράτους των Σκοπίων (FYROM) να σφετερισθεί το όνομα "Μακεδονία" και με τη προσπάθεια αυτού να αποδείξει δια μέσου σωματείων, οργανώσεων και εκδηλώσεων τη δήθεν ύπαρξη χωριστού "Μακεδονικού" έθνους και χωριστής "Μακεδονικής" γλώσσας, όπως και την ύπαρξη "Μακεδονικής" μειονότητας, που ζει στην Ελλάδα και τέλος τα περιστατικά τα σχετικά με συγκεκριμένες δραστηριότητες ορισμένων εκ των μελών του υπό ίδρυση Σωματείου, οι οποίοι, για να υποβοηθήσουν τις ως άνω κινήσεις του Κράτους των Σκοπίων, συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη της ΔΑΣΕ, στην Κοπεγχάγη (1990) και αμφισβήτησαν την ελληνικότητα της Ελληνικής Μακεδονίας και επίσης προσέφυγαν, για τον ίδιο λόγο και το ίδιο έτος (1990) στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Επίσης, με τον όγδοο, από το άρθρο 559 αριθμ.11 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο υπέπεσε στην ίδια ως άνω πλημμέλεια, της λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων μη επιτρεπτών, προς απόδειξη των ιδίων ως άνω περιστατικών των σχετικών με τις ως άνω δραστηριότητες ωρισμένων μελών και επί πλέον των περιστατικών των σχετικών με τις κρυφές συναντήσεις ωρισμένων μελών του υπό ίδρυση Σωματείου με τον τότε Πρόεδρο του Κράτους των Σκοπίων Κύρο Γκλιγκόρωφ, την 28-6-1991, στην πόλη Μοναστήρι και στη Θεσσαλονίκη, κατ' επανάληψη, με τον υποπρόξενο των Σκοπίων, προς προώθηση και επίτευξη των ίδιων ως άνω σκοπών. Οι δύο αυτοί λόγοι (έκτος και όγδοος), πέραν του ότι είναι απορριπτέοι, ως αόριστοι, διότι ουδόλως προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ποία είναι τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία αναφέρονται οι ως άνω αιτιάσεις και για ποιο λόγο αυτά είναι μη νόμιμα και μη επιτρεπτά, είναι επίσης, απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το Δικαστήριο, δικάζον κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δικαιούται να λαμβάνει υπόψη και αυτεπαγγέλτως, κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, που συντελούν στην προστασία του γενικώτερου κοινωνικού συμφέροντος. Εξ άλλου, κατά το από άρθρο 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ, σκέλος αυτού, ο έκτος λόγος αναίρεσης, είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το δικάσαν Εφετείο, δέχθηκε τα ως άνω περιστατικά, όχι χωρίς απόδειξη, αλλά με βάση τα μνημονευόμενα στην απόφαση αποδεικτικά μέσα, δηλαδή με βάση τα προσκομισθέντα έγγραφα και ειδικότερα το περιεχόμενο του καταστατικού του υπό ίδρυση σωματείου, τα γεγονότα τα οποία, κατά την εκτίμηση του Εφετείου, είναι πασίγνωστα, τα ιστορικά κείμενα και τα δημοσιεύματα νεώτερων εντύπων, τα αναφερόμενα στην απόφαση, και με βάση το περιεχόμενο της επίσης μνημονευόμενης απόφασης του ίδιου Εφετείου (1558/1991) η οποία έχει αποφανθεί επί προηγούμενης, ίδιας με την υπό κρίση αίτησης, του αιτούντος ΒΒ κλπ.
IV. Με τον έβδομο, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη αποδεικτικού μέσου και ειδικώτερα της μη λήψης υπόψη της 57/1997/841/1047 10 Ιουλίου 1998 απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση - προσφυγή των μελών προσωρινής διοίκησης σωματείου, όμοιου με το κρινόμενο. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από τη διαλαμβανομένη στην προσβαλλομένη απόφαση διαβεβαίωση, ότι το Εφετείο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, έλαβε υπόψη και "όλα τα μετ' επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα", ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη και το ως άνω έγγραφο, έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικώς.
V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-6-2007 αίτηση των Χ1 κλπ για αναίρεση της 243/2005 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο άρειος πάγος απο απο τις 19 Μαΐου 2009 αποφάσισε πως δεν μπορεί να υφίσταται όρος ''Μακεδονικός-
ική'' για το κράτος των Σκοπίων. Άρα Τσίπρας και Κοτζιάς παρανομούν παραβιάζοντας αποφάσεις του αρείου πάγου Απόφαση 1448 / 2009 .
Είναι αυτονόητο ότι ένα μωσαϊκό εθνοτήτων δεν μπορεί, σε εξήντα χρόνια, να αποκτήσει εθνολογική οντότητα, στηριζόμενο σε χαλκευμένα ιστορικά στοιχεία. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Εφετείο έκρινε "ότι ο σκοπός του υπό αναγνώριση Σωματείου αντίκειται προς τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, αφού θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Ελληνικού Κράτους, με τις εξαγγελόμενες ρητώς και σιωπηρώς δραστηριότητες των μελών του, ότι, με την εμμονή του στη γενική αναφορά του όρου "μακεδονικός- ική" πολιτισμός - γλώσσα προκαλεί σύγχυση τόσο στο εσωτερικό της Χώρας και, ιδίως, στους ενδιαφερομένους να συμμετάσχουν στο Σωματείο ως μέλη, αποδεχόμενοι το σκοπό αυτό, όσο και διεθνώς, στα Κράτη και στους λοιπούς φορείς, με τους οποίους θα συναλλαχθεί αυτό, ενόψει της πραγμάτωσης του σκοπού του, μέσω διαβημάτων, συνεργασιών κλπ, καθώς και ότι αναγνώριση του Σωματείου προσκρούει στην ανάγκη ειρηνικής συμβίωσης των πολιτών της περιοχής και κατ' επέκταση της γαλήνης της Χώρας", και ότι η αίτηση ήταν απορριπτέα, ως αβάσιμη κατ' ουσία και στη συνέχεια, απέρριψε την ασκηθείσα έφεση, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως.
Με τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο, από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, λόγους αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο, με το να κρίνει ότι ο σκοπός του σωματείου, του οποίου την αναγνώριση ζητούσαν οι αιτούντες - νυν αναιρεσείοντες, αντίκειται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, διότι θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Ελληνικού Κράτους, παρεβίασε κανόνες ουσιαστικού δικαίου και ειδικώτερα τις διατάξεις των άρθρων. 2, 4, 5, 14, 25 και 12 του Συντάγματος, 9,10 και 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) και των άρθρων 78 έως 84 ΑΚ. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, προεχόντως, ως αόριστοι, καθόσον ουδόλως προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ποιό είναι το νομικό σφάλμα του δικάσαντος δικαστηρίου ερμηνευτικό ή υπαγωγικό και στη δεύτερη περίπτωση σε τι συνίσταται η παράβαση κατά την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, αλλά και σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα μείζονα νομική σκέψη, η προστασία της δημόσιας τάξης, της εθνικής ασφάλειας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων, αποτελούν νόμιμους και επιτρεπτούς περιορισμούς της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των προστατευομένων από τις ως άνω διατάξεις και κατά συνέπεια το δικάσαν Εφετείο δεν παρεβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ τις σχετικές με τα δικαιώματα αυτά, αλλά ούτε και τις λοιπές ως άνω διατάξεις, που προστατεύουν τα αντίστοιχα δικαιώματα (ελευθερία έκφρασης και γνώμης, ελευθερία προσωπικότητας, ίση μεταχείριση, ελευθερία του συνέρχεσθαι), ούτε τέλος, τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας), δεδομένου, ότι το μέτρο της μη αναγνώρισης του Σωματείου είναι αναγκαίο, για την αποφυγή της προσβολής της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. Επί πλέον, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος αυτού, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 9, 10, 11 και 14 της ΕΣΔΑ, εκ του ότι, το δικάσαν Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε την αίτηση λόγω της εθνικής καταγωγής και των πεποιθήσεων των αιτούντων, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος και ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και ως εκ τούτου αβάσιμος, δεδομένου ότι ουδόλως περιέχονται παρόμοιες παραδοχές στην προσβαλλομένη απόφαση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής.
ΙΙ. Με τον δεύτερο, από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα μη επιτρεπόμενα και αποδείξεις που δεν προτάθηκαν και δεν προσκομίσθηκαν από τους αιτούντες. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αόριστος, διότι ουδόλως προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ποια είναι τα αποδεικτικά μέσα στα οποία αναφέρεται η αιτίαση του προκείμενου λόγου και για ποια αιτία είναι μη επιτρεπτά.
Η διάταξη του άρθρου 744 ΚΠολΔ, ορίζει ότι το δικαστήριο, όταν δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικώτερου κοινωνικού συμφέροντος. Η διάταξη του άρθρου 759 παρ.3 ΚΠολΔ ορίζει ότι το δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάσσει αυτεπαγγέλτως κάθε τι, που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών. Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ (συζητητικό σύστημα) και καθιερώνεται, για τις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά συνέπεια, αφού στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ισχύει η ελεύθερη απόδειξη και ο δικαστής αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης, δικαιούται, για τη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, να λαμβάνει υπόψη του κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, ακόμη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ. Επίσης, η διάταξη του άρθρου 336 παρ.1 ΚΠολΔ, ορίζει ότι πραγματικά γεγονότα, τα οποία είναι τόσο πασίγνωστα, ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι είναι αληθινά, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, ενώ η παράγρ. 2 της ίδιας διάταξης ορίζει ότι πραγματικά γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργειά του, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, αν η αλήθεια τους ισχύει απέναντι σε όλους.
Εν προκειμένω με τον έκτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο υπέπεσε στις πλημμέλειες, τις προβλεπόμενες α) από το άρθρο 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ (δέχθηκε, ως αληθινά, πράγματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη) και β) από το άρθρο 559 αριθμ.11 ΚΠολΔ, (έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα μη επιτρεπτά και αποδεικτικά μέσα, που δεν προσκομίσθηκαν από τους αιτούντες) και ειδικότερα ότι το δικάσαν Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι ο σκοπός του υπό αναγνώριση Σωματείου αντίκειται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια και θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Ελληνικού Κράτους, δέχθηκε, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο πραγματικά περιστατικά, τα σχετικά με την Ελληνική Ιστορία και την ταύτιση των αρχαίων Μακεδόνων με τους 'Ελληνες, καθώς επίσης τα σχετικά με την κίνηση του νεοσυσταθέντος (1991) κράτους των Σκοπίων (FYROM) να σφετερισθεί το όνομα "Μακεδονία" και με τη προσπάθεια αυτού να αποδείξει δια μέσου σωματείων, οργανώσεων και εκδηλώσεων τη δήθεν ύπαρξη χωριστού "Μακεδονικού" έθνους και χωριστής "Μακεδονικής" γλώσσας, όπως και την ύπαρξη "Μακεδονικής" μειονότητας, που ζει στην Ελλάδα και τέλος τα περιστατικά τα σχετικά με συγκεκριμένες δραστηριότητες ορισμένων εκ των μελών του υπό ίδρυση Σωματείου, οι οποίοι, για να υποβοηθήσουν τις ως άνω κινήσεις του Κράτους των Σκοπίων, συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη της ΔΑΣΕ, στην Κοπεγχάγη (1990) και αμφισβήτησαν την ελληνικότητα της Ελληνικής Μακεδονίας και επίσης προσέφυγαν, για τον ίδιο λόγο και το ίδιο έτος (1990) στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Επίσης, με τον όγδοο, από το άρθρο 559 αριθμ.11 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο υπέπεσε στην ίδια ως άνω πλημμέλεια, της λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων μη επιτρεπτών, προς απόδειξη των ιδίων ως άνω περιστατικών των σχετικών με τις ως άνω δραστηριότητες ωρισμένων μελών και επί πλέον των περιστατικών των σχετικών με τις κρυφές συναντήσεις ωρισμένων μελών του υπό ίδρυση Σωματείου με τον τότε Πρόεδρο του Κράτους των Σκοπίων Κύρο Γκλιγκόρωφ, την 28-6-1991, στην πόλη Μοναστήρι και στη Θεσσαλονίκη, κατ' επανάληψη, με τον υποπρόξενο των Σκοπίων, προς προώθηση και επίτευξη των ίδιων ως άνω σκοπών. Οι δύο αυτοί λόγοι (έκτος και όγδοος), πέραν του ότι είναι απορριπτέοι, ως αόριστοι, διότι ουδόλως προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ποία είναι τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία αναφέρονται οι ως άνω αιτιάσεις και για ποιο λόγο αυτά είναι μη νόμιμα και μη επιτρεπτά, είναι επίσης, απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το Δικαστήριο, δικάζον κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δικαιούται να λαμβάνει υπόψη και αυτεπαγγέλτως, κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, που συντελούν στην προστασία του γενικώτερου κοινωνικού συμφέροντος. Εξ άλλου, κατά το από άρθρο 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ, σκέλος αυτού, ο έκτος λόγος αναίρεσης, είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το δικάσαν Εφετείο, δέχθηκε τα ως άνω περιστατικά, όχι χωρίς απόδειξη, αλλά με βάση τα μνημονευόμενα στην απόφαση αποδεικτικά μέσα, δηλαδή με βάση τα προσκομισθέντα έγγραφα και ειδικότερα το περιεχόμενο του καταστατικού του υπό ίδρυση σωματείου, τα γεγονότα τα οποία, κατά την εκτίμηση του Εφετείου, είναι πασίγνωστα, τα ιστορικά κείμενα και τα δημοσιεύματα νεώτερων εντύπων, τα αναφερόμενα στην απόφαση, και με βάση το περιεχόμενο της επίσης μνημονευόμενης απόφασης του ίδιου Εφετείου (1558/1991) η οποία έχει αποφανθεί επί προηγούμενης, ίδιας με την υπό κρίση αίτησης, του αιτούντος ΒΒ κλπ.
IV. Με τον έβδομο, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη αποδεικτικού μέσου και ειδικώτερα της μη λήψης υπόψη της 57/1997/841/1047 10 Ιουλίου 1998 απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση - προσφυγή των μελών προσωρινής διοίκησης σωματείου, όμοιου με το κρινόμενο. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από τη διαλαμβανομένη στην προσβαλλομένη απόφαση διαβεβαίωση, ότι το Εφετείο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, έλαβε υπόψη και "όλα τα μετ' επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα", ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη και το ως άνω έγγραφο, έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικώς.
V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-6-2007 αίτηση των Χ1 κλπ για αναίρεση της 243/2005 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου