Κάποτε έψαχνε κάποιος αγρότης έναν νταβραντισμένο κόκορα για το κοτέτσι του, με τις 180 κότες. Αγοράζει έναν που έμοιαζε αρχοντικός.
Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι και βλέπει 180 κότες, κάνει «κικιρίκου» και... ψοφάει.
Αγοράζει άλλον, που έδειχνε αγέρωχος, μονομάχος κόκορας, με στιλπνό φτέρωμα. Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι, κουτουπώνει 2 κότες, κάνει «κικιρίκου» και ψοφάει.
Απελπισμένος ο τύπος ξαναπηγαίνει στον έμπορο και του λέει:
- Ή μου δίνεις έναν άξιο κόκορα, ή θα σου τα κάνω λαμπόγυαλο!
Του δίνει ο έμπορας έναν κόκορα ξεπουπουλιασμένο και καχεκτικό, ένα πλάσμα στα πρόθυρα να πέσει κάτω.
- Δεν ήθελα να σου τον δώσω, γιατί είναι λίγο περίεργος, αλλά μια και επιμένεις...
Παραξενευμένος ο τύπος τον βάζει στο κοτέτσι. Με το που βλέπει τις κότες ο κόκορας, ξαφνικά γεμίζει αέρα, φουσκώνει, γουρλώνουν τα μάτια του, κάνει ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ και παίρνει αμπάριζα, και τρέχοντας πηδάει τη μια κότα μετά την άλλη, ώσπου κάνει το γύρο και των 180, δυο φορές! Οι κότες είχανε μείνει στα άχυρα με ένα ηλίθιο χαμόγελο ευτυχίας. Ανήσυχος ο αγρότης πάει να τον πιάσει, αλλά ο κόκορας του ξεφεύγει από το κοτέτσι. Κυνηγώντας τον ο αγρότης, βλέπει σπαρμένο το δρόμο με ζωάκια που είχαν ένα ηλίθιο βλέμμα ευτυχίας:
γουρούνια, σκύλους, γάτες, γαϊδούρια, άλογα, πάπιες, χήνες, σκίουρους, αλεπούδες, ακόμα και χελώνες και... σκαντζόχοιρους κι όλα τα ζωάκια του δάσους ανάσκελα!
Ώσπου μετά από λίγο, βλέπει τον κόκορα πεσμένο ανάσκελα, ημιθανή με τη γλώσσα έξω κι από πάνω του να φέρνουνε κύκλο καμιά 10αριά όρνια.
Πανικόβλητος που χάνει τέτοιο απίστευτο ζώο, τρέχει κοντά του και τον παρακαλεί:
- Μη μου ψοφήσεις κι εσύ αρχηγέ!
Οπότε του απαντάει ο κόκορας:
.
- Φύγε ρε ηλίθιε. Θα μου διώξεις τα όρνια!
Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι και βλέπει 180 κότες, κάνει «κικιρίκου» και... ψοφάει.
Αγοράζει άλλον, που έδειχνε αγέρωχος, μονομάχος κόκορας, με στιλπνό φτέρωμα. Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι, κουτουπώνει 2 κότες, κάνει «κικιρίκου» και ψοφάει.
Απελπισμένος ο τύπος ξαναπηγαίνει στον έμπορο και του λέει:
- Ή μου δίνεις έναν άξιο κόκορα, ή θα σου τα κάνω λαμπόγυαλο!
Του δίνει ο έμπορας έναν κόκορα ξεπουπουλιασμένο και καχεκτικό, ένα πλάσμα στα πρόθυρα να πέσει κάτω.
- Δεν ήθελα να σου τον δώσω, γιατί είναι λίγο περίεργος, αλλά μια και επιμένεις...
Παραξενευμένος ο τύπος τον βάζει στο κοτέτσι. Με το που βλέπει τις κότες ο κόκορας, ξαφνικά γεμίζει αέρα, φουσκώνει, γουρλώνουν τα μάτια του, κάνει ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ και παίρνει αμπάριζα, και τρέχοντας πηδάει τη μια κότα μετά την άλλη, ώσπου κάνει το γύρο και των 180, δυο φορές! Οι κότες είχανε μείνει στα άχυρα με ένα ηλίθιο χαμόγελο ευτυχίας. Ανήσυχος ο αγρότης πάει να τον πιάσει, αλλά ο κόκορας του ξεφεύγει από το κοτέτσι. Κυνηγώντας τον ο αγρότης, βλέπει σπαρμένο το δρόμο με ζωάκια που είχαν ένα ηλίθιο βλέμμα ευτυχίας:
γουρούνια, σκύλους, γάτες, γαϊδούρια, άλογα, πάπιες, χήνες, σκίουρους, αλεπούδες, ακόμα και χελώνες και... σκαντζόχοιρους κι όλα τα ζωάκια του δάσους ανάσκελα!
Ώσπου μετά από λίγο, βλέπει τον κόκορα πεσμένο ανάσκελα, ημιθανή με τη γλώσσα έξω κι από πάνω του να φέρνουνε κύκλο καμιά 10αριά όρνια.
Πανικόβλητος που χάνει τέτοιο απίστευτο ζώο, τρέχει κοντά του και τον παρακαλεί:
- Μη μου ψοφήσεις κι εσύ αρχηγέ!
Οπότε του απαντάει ο κόκορας:
.
- Φύγε ρε ηλίθιε. Θα μου διώξεις τα όρνια!
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου