Οι εξετάσεις των ούρων μπορούν να αποκαλύψουν την ύπαρξη πολλών και διαφορετικών ασθενειών, καθώς και να συμβάλλουν στην παρακολούθηση της εξέλιξής τους.
Αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, ένας από τους οποίους είναι η μέτρηση διαφόρων μορίων τα οποία απομακρύνονται από τον οργανισμό με την ούρηση. Ανάμεσα στα μόρια αυτά συμπεριλαμβάνονται επιβλαβή ή άχρηστα υποπροϊόντα του μεταβολισμού (π.χ. των τροφίμων και των φαρμάκων), ουσίες που παράγονται όταν κάποιος πάσχει από νοσήματα του ουροποιητικού συστήματος ή μεταβολικές παθήσεις, αλλά και κυτταρικό υλικό (κύτταρα ή θραύσματα κυττάρων).
«Ακόμα και το χρώμα, η μυρωδιά και η ποσότητα των ούρων είναι ενδεικτικά για το αν συμβαίνει κάτι στον οργανισμό», λέει ο πρόεδρος της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας Δρ. Ηρακλής Πούλιας, τ. διευθυντής στην Ουρολογική Κλινική του Κοργιαλένειου Μπενάκειου Νοσοκομείου ΕΕΣ. «Αν, για παράδειγμα, κάποιος έχει πολύ σκούρα ούρα, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι δεν καταναλώνει αρκετά υγρά ή ότι οι νεφροί του δεν λειτουργούν φυσιολογικά. Τα θολά ούρα μπορεί να είναι ένδειξη ουρολοίμωξης, ενώ όταν τα ούρα αποκτούν κοκκινωπή χροιά μπορεί να ευθύνεται κάτι που έφαγε το άτομο ή να υπάρχει απώλεια αίματος για κάποια αιτία».
Η σωστή συλλογή
Η σωστή λήψη δείγματος των ούρων που θα εξεταστεί είναι πολύ σημαντική για την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της εξέτασης, διότι τα ούρα μπορούν εύκολα να μολυνθούν από βακτήρια, κύτταρα και διάφορες ουσίες.
Πριν από τη συλλογή τους, λοιπόν, καλό είναι να ξεπλένεται η περιοχή των γεννητικών οργάνων με νερό (χωρίς σαπούνι). Απαραίτητο είναι ακόμα να μην γίνεται η συλλογή των ούρων ταυτοχρόνως με την έναρξη της πρώτης πρωινής ούρησης, αλλά λίγα δευτερόλεπτα αργότερα (με αυτό τον τρόπο ξεπλένεται η ουρήθρα και μειώνεται ο κίνδυνος ψευδώς θετικού αποτελέσματος στην εξέταση για μικρόβια).
«Η παράδοση των ούρων στο εργαστήριο για έλεγχο πρέπει να γίνεται το ταχύτερο δυνατόν, ιδανικά εντός μίας ώρας», συνιστά ο Δρ. Πούλιας. «Επειδή, εξάλλου, τα αποτελέσματα μπορεί να επηρεαστούν από διάφορα φάρμακα (ακόμα και μη συνταγογραφούμενα) και συμπληρώματα διατροφής, πρέπει να ενημερώνεται ο γιατρός για τη λήψη τους. Το ίδιο και αν το άτομο έχει πυρετό, είναι σωματικά καταπονημένο ή έχει άλλα συμπτώματα».
Πότε γίνεται η γενική ούρων
Για την εξέταση των ούρων υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εξετάσεις, η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη από τις οποίες είναι η ανάλυση (ή γενική) ούρων.
Η γενική ούρων μπορεί να γίνει:
* Για έλεγχο της υγείας. Ο γιατρός μπορεί να τη ζητήσει στο πλαίσιο του καθιερωμένου τσεκάπ, για ανίχνευση μιας εγκυμοσύνης, κατά την προεγχειρητική προετοιμασία ή κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο για παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, τα νοσήματα του ήπατος, οι νεφροπάθειες, οι ουρολοιμώξεις κ.λπ.
* Για διάγνωση μιας πάθησης. Όταν ένα άτομο έχει συμπτώματα όπως πόνο στην κοιλιά, πόνο στη μέση, συχνουρία ή πόνο κατά την ούρηση, αίμα στα ούρα κ.λπ., ο γιατρός μπορεί να συστήσει (και) μία ανάλυση ούρων.
* Για την παρακολούθησης μιας πάθησης. Στους πάσχοντες από διάφορα χρόνια νοσήματα (π.χ. σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, νεφρική νόσο κ.λπ.) συνήθως συνιστάται ανάλυση ούρων σε τακτά χρονικά διαστήματα για να παρακολουθεί ο γιατρός την πορεία της νόσου και της θεραπείας γι’ αυτήν.
Τρία βήματα
Η ανάλυση ούρων γίνεται στο εργαστήριο και συνήθως συμπεριλαμβάνει τρία βήματα:
* Οπτική εξέταση. Αξιολογεί το χρώμα, τη διαύγεια και την πυκνότητα των ούρων.
* Χημική εξέταση. Ταυτοποιούνται οι χημικές ουσίες που περιέχουν τα ούρα.
* Μικροσκοπική εξέταση. Τα ούρα εξετάζονται με το μικροσκόπιο για να εντοπιστούν τυχόν βακτήρια, κύτταρα και τμήματα κυττάρων (συμπεριλαμβάνονται τα κύτταρα του αίματος).
Τι ελέγχεται
* Το pH των ούρων. Με αυτό ελέγχεται η οξύτητα των ούρων.
* Πρωτεΐνες. Όταν κάποιος είναι υγιής, δεν ανιχνεύονται πρωτεΐνες στα ούρα του.
* Τη γλυκόζη. Ούτε αυτή υπάρχει φυσιολογικά στα ούρα.
* Ουσίες όπως νιτρώδη, κετόνες, χολερυθρίνη. Είναι υποπροϊόντα του μεταβολισμού και φυσιολογικά δεν υπάρχουν στα ούρα.
* Ερυθροκύτταρα, λευκοκύτταρα. Είναι τα κύτταρα του αίματος και επίσης δεν υπάρχουν στα ούρα των υγιών ανθρώπων.
* Κρεατινίνη. Είναι προϊόν του μεταβολισμού των μυών και αποτελεί δείκτη της νεφρικής λειτουργίας.
* Βακτήρια. Κανονικά δεν πρέπει να υπάρχουν.
* Κρύσταλλοι, επιθηλιακά κύτταρα, κυλινδρικές πρωτεΐνες. Οι κρύσταλλοι δημιουργούνται σε υψηλές συγκεντρώσεις ορισμένων ουσιών (π.χ. ασβέστιο, χοληστερόλη) και φυσιολογικά δεν υπάρχουν στα ούρα. Οι κυλινδρικές πρωτεΐνες προέρχονται από τους νεφρούς και επίσης δεν πρέπει να υπάρχουν στα ούρα. Τα επιθηλιακά κύτταρα επιστρώνουν τους ουρητήρες, την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα και αποβάλλονται στα ούρα.
«Από την αναζήτηση όλων αυτών των ουσιών μπορεί να βρεθούν πολλά για την υγεία, όπως η αιτία των ουρολοιμώξεων, της αιμορραγίας στο ουροποιητικό, της νεφρικής και ηπατικής νόσου», εξηγεί ο Δρ. Πούλιας. «Μπορεί επίσης να γίνει διάγνωση του διαβήτη, ορισμένων ασθενειών του αίματος και της νεφρολιθίασης. Ακόμα και την υψηλή χοληστερόλη μπορούμε να ανιχνεύσουμε, καθώς και διάφορες άλλες παθήσεις, όπως τις φλεγμονές των νεφρών (π.χ. σπειραματονεφρίτιδα)».
Η συχνότητα
Πόσο συχνά, όμως, πρέπει να κάνουμε ανάλυση ούρων; «Στις ηλικίες άνω των 40 ετών και εφόσον δεν υπάρχει διαγνωσμένη χρόνια νόσος, συνιστάται να γίνεται προληπτική ανάλυση ούρων 1 φορά τον χρόνο», απαντά ο Δρ. Πούλιας. «Στους νεότερους, υγιείς ανθρώπους συνιστάται να γίνεται με την ίδια συχνότητα με τις προληπτικές εξετάσεις αίματος, δηλαδή 1 φορά κάθε 5 χρόνια. Αν όμως υπάρχουν προβλήματα υγείας, η ανάλυση πρέπει να γίνεται ανάλογα με τις συστάσεις του θεράποντος ιατρού».
Ιωάννα Τζόβολου
ring@ringnetworks.gr
Αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, ένας από τους οποίους είναι η μέτρηση διαφόρων μορίων τα οποία απομακρύνονται από τον οργανισμό με την ούρηση. Ανάμεσα στα μόρια αυτά συμπεριλαμβάνονται επιβλαβή ή άχρηστα υποπροϊόντα του μεταβολισμού (π.χ. των τροφίμων και των φαρμάκων), ουσίες που παράγονται όταν κάποιος πάσχει από νοσήματα του ουροποιητικού συστήματος ή μεταβολικές παθήσεις, αλλά και κυτταρικό υλικό (κύτταρα ή θραύσματα κυττάρων).
«Ακόμα και το χρώμα, η μυρωδιά και η ποσότητα των ούρων είναι ενδεικτικά για το αν συμβαίνει κάτι στον οργανισμό», λέει ο πρόεδρος της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας Δρ. Ηρακλής Πούλιας, τ. διευθυντής στην Ουρολογική Κλινική του Κοργιαλένειου Μπενάκειου Νοσοκομείου ΕΕΣ. «Αν, για παράδειγμα, κάποιος έχει πολύ σκούρα ούρα, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι δεν καταναλώνει αρκετά υγρά ή ότι οι νεφροί του δεν λειτουργούν φυσιολογικά. Τα θολά ούρα μπορεί να είναι ένδειξη ουρολοίμωξης, ενώ όταν τα ούρα αποκτούν κοκκινωπή χροιά μπορεί να ευθύνεται κάτι που έφαγε το άτομο ή να υπάρχει απώλεια αίματος για κάποια αιτία».
Η σωστή συλλογή
Η σωστή λήψη δείγματος των ούρων που θα εξεταστεί είναι πολύ σημαντική για την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της εξέτασης, διότι τα ούρα μπορούν εύκολα να μολυνθούν από βακτήρια, κύτταρα και διάφορες ουσίες.
Πριν από τη συλλογή τους, λοιπόν, καλό είναι να ξεπλένεται η περιοχή των γεννητικών οργάνων με νερό (χωρίς σαπούνι). Απαραίτητο είναι ακόμα να μην γίνεται η συλλογή των ούρων ταυτοχρόνως με την έναρξη της πρώτης πρωινής ούρησης, αλλά λίγα δευτερόλεπτα αργότερα (με αυτό τον τρόπο ξεπλένεται η ουρήθρα και μειώνεται ο κίνδυνος ψευδώς θετικού αποτελέσματος στην εξέταση για μικρόβια).
«Η παράδοση των ούρων στο εργαστήριο για έλεγχο πρέπει να γίνεται το ταχύτερο δυνατόν, ιδανικά εντός μίας ώρας», συνιστά ο Δρ. Πούλιας. «Επειδή, εξάλλου, τα αποτελέσματα μπορεί να επηρεαστούν από διάφορα φάρμακα (ακόμα και μη συνταγογραφούμενα) και συμπληρώματα διατροφής, πρέπει να ενημερώνεται ο γιατρός για τη λήψη τους. Το ίδιο και αν το άτομο έχει πυρετό, είναι σωματικά καταπονημένο ή έχει άλλα συμπτώματα».
Πότε γίνεται η γενική ούρων
Για την εξέταση των ούρων υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εξετάσεις, η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη από τις οποίες είναι η ανάλυση (ή γενική) ούρων.
Η γενική ούρων μπορεί να γίνει:
* Για έλεγχο της υγείας. Ο γιατρός μπορεί να τη ζητήσει στο πλαίσιο του καθιερωμένου τσεκάπ, για ανίχνευση μιας εγκυμοσύνης, κατά την προεγχειρητική προετοιμασία ή κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο για παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, τα νοσήματα του ήπατος, οι νεφροπάθειες, οι ουρολοιμώξεις κ.λπ.
* Για διάγνωση μιας πάθησης. Όταν ένα άτομο έχει συμπτώματα όπως πόνο στην κοιλιά, πόνο στη μέση, συχνουρία ή πόνο κατά την ούρηση, αίμα στα ούρα κ.λπ., ο γιατρός μπορεί να συστήσει (και) μία ανάλυση ούρων.
* Για την παρακολούθησης μιας πάθησης. Στους πάσχοντες από διάφορα χρόνια νοσήματα (π.χ. σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, νεφρική νόσο κ.λπ.) συνήθως συνιστάται ανάλυση ούρων σε τακτά χρονικά διαστήματα για να παρακολουθεί ο γιατρός την πορεία της νόσου και της θεραπείας γι’ αυτήν.
Τρία βήματα
Η ανάλυση ούρων γίνεται στο εργαστήριο και συνήθως συμπεριλαμβάνει τρία βήματα:
* Οπτική εξέταση. Αξιολογεί το χρώμα, τη διαύγεια και την πυκνότητα των ούρων.
* Χημική εξέταση. Ταυτοποιούνται οι χημικές ουσίες που περιέχουν τα ούρα.
* Μικροσκοπική εξέταση. Τα ούρα εξετάζονται με το μικροσκόπιο για να εντοπιστούν τυχόν βακτήρια, κύτταρα και τμήματα κυττάρων (συμπεριλαμβάνονται τα κύτταρα του αίματος).
Τι ελέγχεται
* Το pH των ούρων. Με αυτό ελέγχεται η οξύτητα των ούρων.
* Πρωτεΐνες. Όταν κάποιος είναι υγιής, δεν ανιχνεύονται πρωτεΐνες στα ούρα του.
* Τη γλυκόζη. Ούτε αυτή υπάρχει φυσιολογικά στα ούρα.
* Ουσίες όπως νιτρώδη, κετόνες, χολερυθρίνη. Είναι υποπροϊόντα του μεταβολισμού και φυσιολογικά δεν υπάρχουν στα ούρα.
* Ερυθροκύτταρα, λευκοκύτταρα. Είναι τα κύτταρα του αίματος και επίσης δεν υπάρχουν στα ούρα των υγιών ανθρώπων.
* Κρεατινίνη. Είναι προϊόν του μεταβολισμού των μυών και αποτελεί δείκτη της νεφρικής λειτουργίας.
* Βακτήρια. Κανονικά δεν πρέπει να υπάρχουν.
* Κρύσταλλοι, επιθηλιακά κύτταρα, κυλινδρικές πρωτεΐνες. Οι κρύσταλλοι δημιουργούνται σε υψηλές συγκεντρώσεις ορισμένων ουσιών (π.χ. ασβέστιο, χοληστερόλη) και φυσιολογικά δεν υπάρχουν στα ούρα. Οι κυλινδρικές πρωτεΐνες προέρχονται από τους νεφρούς και επίσης δεν πρέπει να υπάρχουν στα ούρα. Τα επιθηλιακά κύτταρα επιστρώνουν τους ουρητήρες, την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα και αποβάλλονται στα ούρα.
«Από την αναζήτηση όλων αυτών των ουσιών μπορεί να βρεθούν πολλά για την υγεία, όπως η αιτία των ουρολοιμώξεων, της αιμορραγίας στο ουροποιητικό, της νεφρικής και ηπατικής νόσου», εξηγεί ο Δρ. Πούλιας. «Μπορεί επίσης να γίνει διάγνωση του διαβήτη, ορισμένων ασθενειών του αίματος και της νεφρολιθίασης. Ακόμα και την υψηλή χοληστερόλη μπορούμε να ανιχνεύσουμε, καθώς και διάφορες άλλες παθήσεις, όπως τις φλεγμονές των νεφρών (π.χ. σπειραματονεφρίτιδα)».
Η συχνότητα
Πόσο συχνά, όμως, πρέπει να κάνουμε ανάλυση ούρων; «Στις ηλικίες άνω των 40 ετών και εφόσον δεν υπάρχει διαγνωσμένη χρόνια νόσος, συνιστάται να γίνεται προληπτική ανάλυση ούρων 1 φορά τον χρόνο», απαντά ο Δρ. Πούλιας. «Στους νεότερους, υγιείς ανθρώπους συνιστάται να γίνεται με την ίδια συχνότητα με τις προληπτικές εξετάσεις αίματος, δηλαδή 1 φορά κάθε 5 χρόνια. Αν όμως υπάρχουν προβλήματα υγείας, η ανάλυση πρέπει να γίνεται ανάλογα με τις συστάσεις του θεράποντος ιατρού».
Ιωάννα Τζόβολου
ring@ringnetworks.gr
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου