To ποιος πρόδωσε το κρησφύγετο της Άννας Φρανκ, με αποτέλεσμα να υπάρξει στην συνέχεια η σύλληψη της μικρής εβραιοπούλας, της οικογένειας και των φίλων τους το 1944 στο Άμστερνταμ, θα προσπαθήσει να εντοπίσει ο πρώην πράκτορας του FBI Βινς Πάνκοουκ,
που έχει τεθεί επικεφαλής μίας επίλεκτης ομάδας ερευνητών που έχει στην διάθεσή της την βοήθεια προηγμένων τεχνολογικών μεθόδων.
«Είναι η πιο παλιά ανοικτή υπόθεση στην Ιστορία: ποιος πρόδωσε την Άννα Φρανκ; Έχουν πραγματοποιηθεί πολλές έρευνες στο παρελθόν αλλά είναι σαφές πως έχουν γίνει λάθη, ακόμη παραμένουν κενά και θα εστιάσουμε στα κενά τούτα για να βρούμε απαντήσεις», τονίζει ο Πάνκοουκ σε συνέντευξή του στο ισπανικό πρακτορείο ειδήσεων EFE.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του EFE, που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο 59χρονος Αμερικανός, που ζει στη Φλόριντα, αλλά πλέον έχει μετακομίσει στο Άμστερνταμ για τους σκοπούς της έρευνας, δούλεψε επί 27 χρόνια στο FBI μέχρι την συνταξιοδότησή του το 2014. Στην υπόθεση τον ενέπλεξε ένας φίλος του Ολλανδός: «μία μέρα μου τηλεφώνησε και με ρώτησε εάν θα ήθελα να επιστρέψω στην ενεργό δράση και να επιλύσω μία ανοικτή υπόθεση που παραμένει επί δεκαετίες ανοικτή και με πολλά ερωτήματα. Δεν μπόρεσα να πω όχι», τονίζει ο ίδιος στο ισπανικό πρακτορείο.
Ο Πάνκοουκ θα τεθεί επικεφαλής μίας ομάδας 19 ειδικών, μεταξύ αυτών εγκληματολόγων, αστυνομικών, ιστοριών κλπ, που χρηματοδοτείται από τους ίδιους και από δωρεές όσων ενδιαφέρονται να δουν λυμένο ένα από τα μεγάλα αινίγματα της Ιστορίας.
Η ομάδα τούτη θα χρησιμοποιήσει τεχνικά μέσα της τελευταίας δεκαετίας, μεταξύ αυτών και προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης που έχει αναπτύξει και προσφέρει η ολλανδική εταιρεία Xomnia, που εξειδικεύεται στην επεξεργασία και ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων.
«Η ερευνητική ομάδα είναι διεπιστημονική, θα χρησιμοποιήσει μεθόδους που επιστρατεύονται για την επίλυση «παγωμένων» υποθέσεων, θα έχει ιστορικούς, αλλά και ψυχολόγους, αναλυτές δεδομένων, ιατροδικαστές και εγκληματολόγους», εξηγεί στην ιστοσελίδα coldcasediary.com, ο έμπειρος σε ανοικτές υποθέσεις Πάνκοουκ, καλώντας μάλιστα όσους έχουν κάποιες πληροφορίες να το μοιρασθούν με τους ερευνητές.
«Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αναγνώσουμε όλες τις λεπτομέρειες της κράτησής της και τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί έως σήμερα», τονίζει στο EFE.
Η ολλανδική αστυνομία είχε πραγματοποιήσει δύο μεγάλες έρευνες, το 1948 και το 1963, που αμφότερες είχαν εστιάσει στο πρόσωπο του Βίλχελμ φαν Μάαρεν, ενός από τους εργαζόμενους στο κατάστημα, στη σοφίτα του οποίου είχε κατασκευασθεί το κρησφύγετο της οικογένειας της Άννας Φρανκ και των φίλων της. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο που να ταυτοποιεί τον φαν Μάαρεν ως αυτουργό της προδοσίας.
«Δεν ήσαν πραγματικές έρευνες. Είχαν εστιάσει σε μόνο ένα πρόσωπο και άφηναν αναπάντητα πολλά ερωτήματα. Επιπλέον, εκείνος (ο φαν Μάαρεν) δεν είχε πρόσβαση στην προσθήκη του καταστήματος, όπου είχε κατασκευασθεί το κρησφύγετο όπου κρύβονταν, και έτσι δεν θα μπορούσε μετά βεβαιότητος να γνωρίζει ότι εκείνοι κρύβονταν εκεί», τονίζει ο Πάνκοουκ.
Ο ίδιος έχει περάσει άπειρες ώρες διαβάζοντας εμπιστευτικά έγγραφα, που είχαν αποσταλεί στις ΗΠΑ μετά τον πόλεμο, γιατί όπως τόνισε, οι γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας διατηρούσαν καταλεπτώς όλα τα αρχεία των κρατουμένων τους και πολλούς καταλόγους με καταδότες τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών εθεωρείτο πως τα έγγραφα που αναφέρονταν στην υπόθεση της Άννας Φρανκ έχουν καταστραφεί σε έναν βρετανικό βομβαρδισμό το 1944, όμως στην ουσία υπάρχουν ακόμη «με κάποιο ξεθώριασμα από το νερό, ή καμμένα σε κάποια σημεία», πλην όμως αναγνώσιμα.
Όταν διάβασε αυτή τη λεπτομέρεια, ο Πάνκοουκ αισθάνθηκε «πολύ πιο αισιόδοξος» για την πιθανή επίλυση του αινίγματος, γιατί όπως παραδέχθηκε «αρχικά είχα σκεφθεί πως δεν θα μπορέσει να λυθεί».
Ο ίδιος καλεί σε συνεργασία όλους τους δυνατούς μάρτυρες, όπως θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και απογόνους τους, δεύτερης και τρίτης γενιάς, «διότι μπορεί να διαθέτουν κάποια πολύτιμη λεπτομέρεια, που τη μοιράσθηκε μαζύ τους η οικογένειά τους, αλλά ουδέποτε σκέφθηκαν να τη δημοσιοποιήσουν».
«Πολλοί εξ όσων ζούσαν τότε στο Άμστερνταμ, πέρασαν κατόπιν στις ΗΠΑ, την Κούβα και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Τώρα μπορούνε να βοηθήσουν. Έχουμε λάβει περίπου 200 νέες πληροφορίες, κάποιες σημαντικές, άλλες όχι. Όμως και η παραμικρή λεπτομέρεια μπορεί να αποτελέσει άλλο ένα κομμάτι στο παζλ» της υπόθεσης, τονίζει ο πρώην πράκτορας.
Για την ερευνητική ομάδα θα ήταν σημαντικό να κατόρθωναν να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματα της έρευνας την 4η Αυγούστου 2019, ημέρα που συμπληρώνονται 75 χρόνια από την σύλληψη της μικρής Εβραίας, μολονότι ο Πάνκοουκ διαβεβαιώνει πως «δεν πρόκειται να δημοσιευθεί τίποτε εάν δεν προκύψουν αξιόπιστα αποτελέσματα».
Η Άννα Φρανκ πέθανε τον Φεβρουάριο του 1945 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν Μπέλσεν στη Γερμανία και το διάσημο ημερολόγιό της, που περιγράφει τα συμβάντα και τις μύχιες σκέψεις της στο διάστημα της διαμονής της στο κρησφύγετο, από το 1942 έως το 1944, είχε ανακαλυφθεί αργότερα και θεωρείται ως ένα από τα πιο συνταρακτικά τεκμήρια της εποχής εκείνης.
που έχει τεθεί επικεφαλής μίας επίλεκτης ομάδας ερευνητών που έχει στην διάθεσή της την βοήθεια προηγμένων τεχνολογικών μεθόδων.
«Είναι η πιο παλιά ανοικτή υπόθεση στην Ιστορία: ποιος πρόδωσε την Άννα Φρανκ; Έχουν πραγματοποιηθεί πολλές έρευνες στο παρελθόν αλλά είναι σαφές πως έχουν γίνει λάθη, ακόμη παραμένουν κενά και θα εστιάσουμε στα κενά τούτα για να βρούμε απαντήσεις», τονίζει ο Πάνκοουκ σε συνέντευξή του στο ισπανικό πρακτορείο ειδήσεων EFE.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του EFE, που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο 59χρονος Αμερικανός, που ζει στη Φλόριντα, αλλά πλέον έχει μετακομίσει στο Άμστερνταμ για τους σκοπούς της έρευνας, δούλεψε επί 27 χρόνια στο FBI μέχρι την συνταξιοδότησή του το 2014. Στην υπόθεση τον ενέπλεξε ένας φίλος του Ολλανδός: «μία μέρα μου τηλεφώνησε και με ρώτησε εάν θα ήθελα να επιστρέψω στην ενεργό δράση και να επιλύσω μία ανοικτή υπόθεση που παραμένει επί δεκαετίες ανοικτή και με πολλά ερωτήματα. Δεν μπόρεσα να πω όχι», τονίζει ο ίδιος στο ισπανικό πρακτορείο.
Ο Πάνκοουκ θα τεθεί επικεφαλής μίας ομάδας 19 ειδικών, μεταξύ αυτών εγκληματολόγων, αστυνομικών, ιστοριών κλπ, που χρηματοδοτείται από τους ίδιους και από δωρεές όσων ενδιαφέρονται να δουν λυμένο ένα από τα μεγάλα αινίγματα της Ιστορίας.
Η ομάδα τούτη θα χρησιμοποιήσει τεχνικά μέσα της τελευταίας δεκαετίας, μεταξύ αυτών και προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης που έχει αναπτύξει και προσφέρει η ολλανδική εταιρεία Xomnia, που εξειδικεύεται στην επεξεργασία και ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων.
«Η ερευνητική ομάδα είναι διεπιστημονική, θα χρησιμοποιήσει μεθόδους που επιστρατεύονται για την επίλυση «παγωμένων» υποθέσεων, θα έχει ιστορικούς, αλλά και ψυχολόγους, αναλυτές δεδομένων, ιατροδικαστές και εγκληματολόγους», εξηγεί στην ιστοσελίδα coldcasediary.com, ο έμπειρος σε ανοικτές υποθέσεις Πάνκοουκ, καλώντας μάλιστα όσους έχουν κάποιες πληροφορίες να το μοιρασθούν με τους ερευνητές.
«Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αναγνώσουμε όλες τις λεπτομέρειες της κράτησής της και τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί έως σήμερα», τονίζει στο EFE.
Η ολλανδική αστυνομία είχε πραγματοποιήσει δύο μεγάλες έρευνες, το 1948 και το 1963, που αμφότερες είχαν εστιάσει στο πρόσωπο του Βίλχελμ φαν Μάαρεν, ενός από τους εργαζόμενους στο κατάστημα, στη σοφίτα του οποίου είχε κατασκευασθεί το κρησφύγετο της οικογένειας της Άννας Φρανκ και των φίλων της. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο που να ταυτοποιεί τον φαν Μάαρεν ως αυτουργό της προδοσίας.
«Δεν ήσαν πραγματικές έρευνες. Είχαν εστιάσει σε μόνο ένα πρόσωπο και άφηναν αναπάντητα πολλά ερωτήματα. Επιπλέον, εκείνος (ο φαν Μάαρεν) δεν είχε πρόσβαση στην προσθήκη του καταστήματος, όπου είχε κατασκευασθεί το κρησφύγετο όπου κρύβονταν, και έτσι δεν θα μπορούσε μετά βεβαιότητος να γνωρίζει ότι εκείνοι κρύβονταν εκεί», τονίζει ο Πάνκοουκ.
Ο ίδιος έχει περάσει άπειρες ώρες διαβάζοντας εμπιστευτικά έγγραφα, που είχαν αποσταλεί στις ΗΠΑ μετά τον πόλεμο, γιατί όπως τόνισε, οι γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας διατηρούσαν καταλεπτώς όλα τα αρχεία των κρατουμένων τους και πολλούς καταλόγους με καταδότες τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών εθεωρείτο πως τα έγγραφα που αναφέρονταν στην υπόθεση της Άννας Φρανκ έχουν καταστραφεί σε έναν βρετανικό βομβαρδισμό το 1944, όμως στην ουσία υπάρχουν ακόμη «με κάποιο ξεθώριασμα από το νερό, ή καμμένα σε κάποια σημεία», πλην όμως αναγνώσιμα.
Όταν διάβασε αυτή τη λεπτομέρεια, ο Πάνκοουκ αισθάνθηκε «πολύ πιο αισιόδοξος» για την πιθανή επίλυση του αινίγματος, γιατί όπως παραδέχθηκε «αρχικά είχα σκεφθεί πως δεν θα μπορέσει να λυθεί».
Ο ίδιος καλεί σε συνεργασία όλους τους δυνατούς μάρτυρες, όπως θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και απογόνους τους, δεύτερης και τρίτης γενιάς, «διότι μπορεί να διαθέτουν κάποια πολύτιμη λεπτομέρεια, που τη μοιράσθηκε μαζύ τους η οικογένειά τους, αλλά ουδέποτε σκέφθηκαν να τη δημοσιοποιήσουν».
«Πολλοί εξ όσων ζούσαν τότε στο Άμστερνταμ, πέρασαν κατόπιν στις ΗΠΑ, την Κούβα και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Τώρα μπορούνε να βοηθήσουν. Έχουμε λάβει περίπου 200 νέες πληροφορίες, κάποιες σημαντικές, άλλες όχι. Όμως και η παραμικρή λεπτομέρεια μπορεί να αποτελέσει άλλο ένα κομμάτι στο παζλ» της υπόθεσης, τονίζει ο πρώην πράκτορας.
Για την ερευνητική ομάδα θα ήταν σημαντικό να κατόρθωναν να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματα της έρευνας την 4η Αυγούστου 2019, ημέρα που συμπληρώνονται 75 χρόνια από την σύλληψη της μικρής Εβραίας, μολονότι ο Πάνκοουκ διαβεβαιώνει πως «δεν πρόκειται να δημοσιευθεί τίποτε εάν δεν προκύψουν αξιόπιστα αποτελέσματα».
Η Άννα Φρανκ πέθανε τον Φεβρουάριο του 1945 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν Μπέλσεν στη Γερμανία και το διάσημο ημερολόγιό της, που περιγράφει τα συμβάντα και τις μύχιες σκέψεις της στο διάστημα της διαμονής της στο κρησφύγετο, από το 1942 έως το 1944, είχε ανακαλυφθεί αργότερα και θεωρείται ως ένα από τα πιο συνταρακτικά τεκμήρια της εποχής εκείνης.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου