Με έξι ταινίες ξεκινά απόψε η νέα κινηματογραφική εβδομάδα, στο πνεύμα της Σαρακοστής, αλλά και ως αποτέλεσμα ενός υπερβολικού συνωστισμού ταινιών, που δεν συνοδεύτηκε με τα αναμενόμενα εισιτήρια,
ενώ ταυτόχρονα έκαψαν και φιλμ που άξιζαν κάτι παραπάνω και πήγαν άπατα, όπως το «Ένα Όμορφο Αγόρι». Απ' τις ταινίες που βγαίνουν απόψε στις κινηματογραφικές αίθουσες, ξεχωρίζουν το κοινωνικό δράμα «Οι Αγώνες Μας», του Γκιγιόμ Σενέζ και το ορισμένες φορές ξεκαρδιστικό γουέστερν του Ζακ Οντιάρ «Οι Αδελφοί Σίστερς», ενώ δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η τελευταία δημιουργία του Ζαν Γιμού «Σκιά».
«Οι Αγώνες Μας»
(«Nos Batailles») Κοινωνικό δράμα, βελγικής - γαλλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Γκιγιόμ Σενέζ, με τους Ρομέν Ντιρίς, Λουσί Ντεμπέ, Μπέιζιλ Γκρίντεμπεργκ, Λετίσια Ντος, Λορί Καλαμί κα.
Κλασική γαλλική θεματολογία και αισθητική, με τη γνωστή πολλές φορές λογοδιάρροια, αλλά και με τα καθημερινά, τα ανθρώπινα να λαμβάνουν διαστάσεις που αφορούν και αγγίζουν όλους τους ανθρώπους, τουλάχιστον του δυτικού ημισφαιρίου. Ο Γκιγιόμ Σενέζ, αν και Βέλγος στην καταγωγή, πλησιάζει περισσότερο τη θέρμη και την προβληματική του Κεν Λόουτς, κάνοντας ένα κοινωνικό σινεμά. Δένει με αρμονία το προσωπικό με το πολιτικό, το δράμα με το χιούμορ και καταφέρνει να δώσει έναν απροσποίητο συγκινητικό ύμνο στην ανθρώπινη αλληλεγγύη και αντίσταση, στους μικρούς και μεγαλύτερους αγώνες.
Ο Σενέζ με την ταινία του, η οποία βραβεύτηκε με το βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ του Τορίνο, στα βελγικά βραβεία Magritte, αλλά μπαίνοντας και στις υποψηφιότητες για τα Σεζάρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας και Καλύτερου Ηθοποιού, μιλά για τις δυσκολίες της ζωής, για ζευγάρια που στο τέλος του μήνα έχουν μείνει άφραγκα, που η σκληρή δουλειά τους διαλύει, που τους φθείρει και ψάχνουν να βρουν τις ισορροπίες. Γνώριμες συνηθισμένες καταστάσεις.
Η ιστορία απλή: ένας άνδρας ξεμένει με τα δυο παιδιά του, αφού η σύζυγός του τον εγκαταλείπει και εξαφανίζεται, ενώ αυτός πρωτοστατεί στους εργατικούς αγώνες. Από τη μια η οικογένεια που διαλύεται και απ' την άλλη η βάρβαρη απομείωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην τωρινή μορφή του καπιταλισμού. Μια αιχμηρή απεικόνιση της κοινωνίας, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, του μισανθρωπισμού, της σταδιακής περιθωριοποίησης ακόμη και των εργαζομένων, που θεωρούνται μικρές μαύρες κουκίδες στα τεφτέρια των εργοδοτών και ειδικά στις απρόσωπες πολυεθνικές εταιρίες. Ωστόσο, η ταινία ανοίγει και ένα παράθυρο στην αισιοδοξία, που βρίσκεται κρυμμένη στην αλληλεγγύη, τον ανθρωπισμό, τους αγώνες που πρέπει να δοθούν ακόμη και αν φαίνεται ότι δύσκολα θα φέρουν αποτέλεσμα.
Ο πρωταγωνιστής Ρομέν Ντιρί, δημιουργεί έναν εξαιρετικό χαρακτήρα, αυτόν του πατέρα - συνδικαλιστή, που πρέπει να μεγαλώσει μόνος του τα παιδιά του και που καθοδηγείται με ακρίβεια από τον Σενέζ, ο οποίος ταυτόχρονα δουλεύει με προσήλωση και τους δευτερεύοντες ρόλους.
Ο Ολιβιέ κάνει ό,τι μπορεί για να αντιμετωπίσει καθημερινά τις αδικίες ενάντια στους υπαλλήλους στο εργοστάσιο όπου εργάζεται. Αλλά από τη μια μέρα στην άλλη, όταν η σύζυγός του εγκαταλείπει ξαφνικά την οικογένεια τους, μένει μόνος του να τα βγάλει πέρα με τις ανάγκες των παιδιών, τις προκλήσεις της καθημερινότητας και τη δουλειά του. Αντιμέτωπος με αυτές τις νέες ευθύνες, αγωνίζεται να βρει μια ισορροπία. Γιατί η Λόρα δεν θα επιστρέψει.
«Οι Αδελφοί Σίστερς»
(«The Sisters Brothers») Γουέστερν, γαλλοαμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ζακ Οντιάρ, με τους Τζον Σ. Ράιλι, Χοακίν Φίνιξ, Τζέικ Τζίλενχαλ, Ριζ Άχμεντ, Ρούντγκερ Χάουερ, Κάρολ Κέιν κα.
Η πρώτη αμερικανική ταινία του Γάλλου Ζαν Οντιάρ («Προφήτης») είναι ένα περίεργο αντι-γουέστερν, όπου κυριαρχεί ο κυνισμός, τα γνώριμα μαγευτικά αμερικανικά τοπία, που μέρα με τη μέρα βουλιάζουν στο βούρκο και στο βωμό του κέρδους, ο οποίος είναι πάνω απ' όλους και όλα. Παράλληλα, όμως, η ταινία του, είναι ένα πολλές φορές άκρως διασκεδαστικό γουέστερν, με ξεκαρδιστικούς διαλόγους και μαζί με μία θανάσιμη πλοκή, που αφήνει πίσω της αμέτρητους νεκρούς.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεματική του προσεγγίζει τους αδελφούς Κοέν και κάπως τον Ταραντίνο, αλλά ως Ευρωπαίος, ο Οντιάρ βλέπει πιο καθαρά την ιστορία της μακρινής δύσης, την ανάπτυξή της προς έναν εξαγριωμένο πολιτισμό, της λογικής «ο θάνατός σου η ζωή μου».
Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Καναδού Πάτρικ Ντέγουϊτ, στο οποίο περιγράφονται οι περιπέτειες δυο αδελφών πιστολάδων, που κατά την αναζήτηση ενός μυστηριώδους τύπου, τον οποίο πρέπει να σκοτώσουν, κάνουν μια ανασκόπηση της ζωής τους, που πήγε κατά διαόλου, καθώς ήταν παραδομένη στο μεγάλο αφεντικό.
Και όλα αυτά ενώ η ιστορία τοποθετείται στην Άγρια Δύση του 1850, όταν ο «πυρετός του χρυσού» έχει καταλάβει χιλιάδες ανθρώπους. Έτσι, τα δυο αδέλφια έχουν να αντιμετωπίσουν χρυσοθήρες, πιστολέρο, ινδιάνους, κομπιναδόρους, ανθρωπάκια που προσπαθούν να εκμεταλλευθούν τις τρύπες που αφήνουν πίσω τους οι καρχαρίες, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό τους, που δοκιμάζεται απ' τους προσωπικούς τους εφιάλτες.
Πάντως, στην ταινία του, ο Οντιάρ κλείνει εμφανώς το μάτι στο θεατή, παίζοντας με την παρωδία του γουέστερν, ενός κινηματογραφικού είδους που έχει τους δικούς του κώδικες και σταθερές. Έτσι, πολλές φορές αυτή η προσπάθεια παρωδίας μέσα στην κλασική φόρμα ενός γουέστερν δημιουργεί μια αμφισημία και έναν αποπροσανατολισμό στο θεατή. Ίσως είναι και ένα στοίχημα που μάλλον χάνει ο σκηνοθέτης, σαν να ρίχνει μια πιστολιά εκτός στόχου τραυματίζοντας - ευτυχώς ελαφρά - το δικό του έργο.
Ο Οντιάρ, όμως, έχει και άξιους συμπαραστάτες τους πρωταγωνιστές του, τον καταξιωμένο και πάντα πολύ καλό, Χοακίν Φίνιξ, στο ρόλο του βίαιου αδελφού, που ξέρει να αυτοσαρκάζεται μέχρι εκεί που δεν μπαίνει στον κίνδυνο να μετατραπεί ο χαρακτήρας του σε καρικατούρα και τον Τζον Ράιλι, ο άλλος αδελφός, ένας ατσούμπαλος χοντρούλης, σχεδόν χαζούλης, που δίνει την ευκαιρία στον ηθοποιό να κάνει κάτι ξεχωριστό, να παίξει με το αστείο και τη θλίψη, την ειρωνεία και την αθωότητα. Από κοντά και οι Τζέικ Τζίλενχαλ, Ριζ Άχμεντ, δυο ονειροπόλοι και κατά βάθος ιδεολόγοι που μοιάζουν ξεκάρφωτοι σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ιδέα του πλουτισμού και η ισχύς των όπλων.
Δύο αδέλφια και επαγγελματίες πιστολάδες, ο Τσάρλι και ο Έλι αναλαμβάνουν να βρουν και να σκοτώσουν τον μυστηριώδη Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ για λογαριασμό ενός πανίσχυρου άντρα.
Ο Τσάρλι είναι κυνικός, αδίστακτος και πότης, ενώ ο Έλι είναι καλός, μελαγχολικός και ολίγον τι ρομαντικός. Επίσης, αν και χοντρός και με χαρακτηριστικά ενός αγαθού άνδρα, όταν το απαιτούν οι συνθήκες μπορεί να γίνει εξίσου βίαιος και φονικός με τον αδερφό του. Οι αδελφοί Αδελφές προκειμένου να εντοπίσουν το στόχο τους, αναγκάζονται να ταξιδέψουν από το Όρεγκον ως και το Σακραμέντο.
«Η Χήρα»
(«Greta») Θρίλερ, ιρλανδικής και αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Νιλ Τζόρνταν, με τους Ιζαμπέλ Ιπέρ, Κλόε Γκρέις Μόρετζ, Μάικα Μονρόε, Στίβεν Ρία κα.
Ακόμη ένα θρίλερ, με τα κλισέ του είδους σε αφθονία αν και φέρει την υπογραφή του Νιλ Τζόρνταν («Το παιχνίδι των Λυγμών», Συνέντευξη με έναν Βρυκόλακα», «Η Παρέα των Λύκων», «Μόνα Λίζα») και έχει για πρωταγωνίστριες την Ιζαμπέλ Ιπέρ και την Κλόε Γκρέιτς.
Εντάξει, την ταινία του Τζόρνταν δεν τη συγκαταλέγεις στα δεκάδες φιλμ του συρμού που κατακλύζουν τα ράφια των βίντεο κλαμπ, αλλά από τον Ιρλανδό σκηνοθέτη περιμένεις κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό. Δεν μπορείς να τρως αμάσητα τα ανούσια παιχνίδια του με τον τρόμο ή να βλέπεις πανέξυπνες ηρωίδες να κάνουν χαζομάρες, οι οποίες θα δημιουργήσουν το σασπένς. Ούτε να υπομένεις μια ώρα, όσο χρειάστηκε ο Τζόρνταν, για να κουρδίσει την ιστορία του, να χτίσει την ένταση που θα φέρουν τις ανατριχίλες στους θεατές.
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ, μοιάζει σαν να χει μετανιώσει τη συμμετοχή της στην ταινία, αν κι έχει στιγμές, λιγοστές, που δείχνει την αξία της και προκαλεί τον τρόμο, ενώ η Γκρέιτς, απλώς την ακολουθεί, χωρίς να καταφέρνει να περάσει την αγωνία μέσα από την ερμηνεία της.
Η Φράνσις, μία νεαρή γυναίκα που πενθεί τον θάνατο της μητέρας της, ανακαλύπτει μία χαμένη τσάντα στο μετρό της Νέας Υόρκης και αποφασίζει να την επιστρέψει στην κάτοχο της. Αυτή είναι η αρχή μίας ασυνήθιστης φιλίας με την αινιγματική χήρα Γκρέτα, παρά τη δυσαρέσκεια της καλύτερης της φίλης Έρικα που κατά τα άλλα βοηθάει την Γκρέις να εγκλιματιστεί στη μεγάλη πόλη. Η Φράνσις αγνοεί τις ανησυχίες της φίλης της, όμως τα κίνητρα της Γκρέτα είναι πιο νοσηρά από αυτό που φαντάζεται.
«Arctic»
(«Arctic») Δραματική περιπέτεια, ισλανδικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Τζο Πένα, με τους Μαντς Μίκελσεν, Μαρία Θέλμα Σμαραντότιρ.
Η αναμέτρηση του ανθρώπου με ένα ακραία αφιλόξενο περιβάλλον, αυτό της αρκτικής, όπου κυριαρχεί το λευκό του πάγου. Μία ταινία, που λες ότι κάπου την έχεις ξαναδεί, αλλά σίγουρα έχει όλα τα στοιχεία μίας περιπέτειας του είδους, αποφεύγοντας τα πολλά κλισέ, αλλά και τη μανιέρα του υπερήρωα που έχει τον πάγο για το ουίσκι του...
Η ταινία είναι μία ιστορία επιβίωσης, που απογυμνώνεται μέσα στον πάγο, η κάμερα ακολουθεί το λιτό σενάριο - οι διάλογοι είναι ελάχιστοι - και αναδεικνύει την αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου να ζήσει κόντρα στη μανία της φύσης. Πραγματικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Τζο Πένα λύνει μια δύσκολη κινηματογραφική άσκηση, παρά ότι κάνει μία πραγματική ταινία. Αν υπάρχει κάτι που σπάει αυτό τη φόρμα είναι η παρουσία του πρωταγωνιστή.
Ένας ήρωας, που υποδύεται υποδειγματικά και κόντρα στο ψύχος που κυριεύει την οθόνη, ο Μαντς Μίκελσεν, ο οποίος καταφέρνει, ουσιαστικά μόνος του, να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή και να σταθεί απέναντι στο απέραντο λευκό, χωρίς να δείξει τα μπράτσα του, για να τρομάξουν οι πάγοι. Κάτι σαν το αντίθετο του Σταλόνε.
Ένας άντρας βρίσκεται μόνος στην καρδιά της Αρκτικής, όπου έχει εγκλωβιστεί μετά την πτώση του αεροπλάνου του. Ευρηματικός και ψύχραιμος σαν άλλος Οδυσσέας, ο Όβεργκαρντ έχει φτιάξει το δικό του καταφύγιο, ψαρεύει πέστροφες μέσα από τον πάγο και στέλνει τακτικά σήματα SOS ελπίζοντας στη διάσωση. Αυτή δεν θα αργήσει να έρθει αλλά το αεροπλάνο θα συντριβεί κι αυτό, αφήνοντας τον Όβεργκαρντ υπεύθυνο και για την ετοιμοθάνατη πιλότο. Βάζοντας σ' ένα έλκηθρο τα απολύτως απαραίτητα, μαζί και την τραυματισμένη πιλότο, ο Όβεργκαρντ θα ξεκινήσει μια διαδρομή με τα πόδια, στο λευκό πουθενά, κάτω από τον διαβρωτικό ήλιο, με μοναδική ελπίδα να προλάβει να βρει βοήθεια, πριν η φύση προλάβει να τον νικήσει.
«Σκιά»
(«Shadow») Δραματική περιπέτεια, κινεζικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ζανγκ Γιμού, με τους Τσάο Ντεγκ, Λι Σαν, Ράιαν Ζενγκ, Κιανγιάν Γουάνγκ, Τζινγκτσάν Γουάνγκ κα.
Ο Ζαν Γιμού («Τα Ιπτάμενα Στιλέτα»), ένας δεξιοτέχνης των ταινιών πολεμικών τεχνών, ένας άψογος εικαστικά κινηματογραφιστής επιστρέφει σε γνώριμα εδάφη, με τη «Σκιά» του, μια ταινία που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας και δυστυχώς δεν προβλήθηκε στην καθιερωμένη δημοσιογραφική προβολή.
Η ιστορία ενός ισχυρού Βασιλιά και του λαού του που έχουν εκδιωχθεί από την πατρίδα τους και επιθυμούν να την πάρουν πίσω. Ο Βασιλιάς είναι άγριος και φιλόδοξος αλλά τα κίνητρα και οι μέθοδοί του είναι άγνωστα και μυστήρια. Ο αρχιστράτηγός του είναι ένας οραματιστής που επιθυμεί διακαώς να κερδίσει τη μάχη αλλά χρειάζεται να αναπτύξει το σχέδιό του με απόλυτη μυστικότητα. Οι γυναίκες του παλατιού αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που δεν έχει χώρο για εκείνες. Και υπάρχει και ένας κοινός θνητός γύρω από τον οποίο στροβιλίζονται οι αδυσώπητες δυνάμεις της ιστορίας, έτοιμες να τον κατασπαράξουν.
«Το Πάρκο των Θαυμάτων»
(«Wonder Park») Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, ισπανικής και αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τζος Απελμπάουμ.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, που προκάλεσε η προβολή της ταινίας «Captain Marvel» την προηγούμενη εβδομάδα, επιστρέφει η καθιερωμένη παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, που θέλει να βάλει τους μικρούς μας φίλους στο λούνα-παρκ των ονείρων τους. Προβάλλεται και μεταγλωττισμένο.
Η απίστευτη φαντασία της μικρής Τζουν ζωντανεύει μέσα στο πιο συναρπαστικό λούνα παρκ που μπήκατε ποτέ.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου