Πεθαίνουν δυο φίλοι, ο ένας από συγκοπή, ο άλλος από πνευμονία.
Συναντιούνται, λοιπόν, στον παράδεισο και λέει ο ένας στον άλλο:
– Πώς πέθανες;
– Από συγκοπή. Εσύ πως πέθανες;
– Από το κρύο, έπαθα πνευμονία. Πώς την έπαθες εσύ τη συγκοπή;
– Ήμουν στο γραφείο και με παίρνει ένας άγνωστος τηλέφωνο και μου λέει: η γυναίκα σου σε κερατώνει. Παρατάω τη δουλειά, παίρνω το αμάξι και πηγαίνω στο σπίτι. Μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα, τίποτα. Στο μπάνιο... τίποτα. Στο πατάρι... τίποτα. Στο γκαράζ... τίποτα, στη κουζίνα... τίποτα και από τη χαρά μου έπαθα συγκοπή!
– Πάρ’ τα ρε βλάκα. Αν άνοιγες το ψυγείο τώρα θα ζούσαμε και οι δύο…!
Συναντιούνται, λοιπόν, στον παράδεισο και λέει ο ένας στον άλλο:
– Πώς πέθανες;
– Από συγκοπή. Εσύ πως πέθανες;
– Από το κρύο, έπαθα πνευμονία. Πώς την έπαθες εσύ τη συγκοπή;
– Ήμουν στο γραφείο και με παίρνει ένας άγνωστος τηλέφωνο και μου λέει: η γυναίκα σου σε κερατώνει. Παρατάω τη δουλειά, παίρνω το αμάξι και πηγαίνω στο σπίτι. Μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα, τίποτα. Στο μπάνιο... τίποτα. Στο πατάρι... τίποτα. Στο γκαράζ... τίποτα, στη κουζίνα... τίποτα και από τη χαρά μου έπαθα συγκοπή!
– Πάρ’ τα ρε βλάκα. Αν άνοιγες το ψυγείο τώρα θα ζούσαμε και οι δύο…!
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου