Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Μέσα στο βαρύ πένθος στο οποίο έχει βυθιστεί όλη η χώρα – και ενώ οι προκλητικές κυβερνητικές δηλώσεις συνεχίζονται με τις ευθύνες να μεταφέρονται στους ώμους των ίδιων των θυμάτων – η κυβέρνηση ψήφισε τροπολογία για την υποχρεωτική συνταξιοδότηση των μουφτήδων στα 67 τους χρόνια. Και καθώς οι νόμιμοι και διορισμένοι από την ελληνική κυβέρνηση μουφτήδες της Ξάνθης και της Κομοτηνής έχουν προ πολλού ξεπεράσει αυτό το ηλικιακό όριο, θα ακολουθήσει η δεύτερη φάση, γεγονός που καθιστά βάσιμες τις υποψίες ότι ο κ. Τσίπρας έχει αποφασίσει να ικανοποιήσει το αίτημα του Ερντογάν για εκλογή των μουφτήδων.
Το γεγονός πανηγυρίστηκε δεόντως στην Τουρκία, με τον Τύπο να αναφέρει ότι «ο Τσίπρας έκανε το χατίρι του Ερντογάν». Υποστηρίζουν μάλιστα αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε, ότι δηλαδή με τη ρύθμιση ανάβει το πράσινο φως για την εκλογή των μουφτήδων.
Έγραψε η εφημερίδα Σαμπάχ: «Ο Τσίπρας έδωσε εντολή. Για το χατίρι του προέδρου Ερντογάν…».
Η Τζουμχουριέτ σχολίασε ότι πρόκειται για «ερντογανική ρύθμιση για τους μουφτήδες στην Ελλάδα», ενώ το τουρκικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu ανέφερε: «Υποχρεωτική συνταξιοδότηση των διορισμένων μουφτήδων στη Δυτική Θράκη».
Τον περασμένο μήνα, μετά την συνάντησή του με τον κ. Τσίπρα στις Βρυξέλλες, μιλώντας σε δημοσιογράφους, ο κ. Ερντογάν είπε: «Συζητήσαμε και το θέμα της Δυτικής Θράκης. Του υπενθύμισα το θέμα του μουφτή. Ελπίζω ότι ο μουφτής θα εκλέγεται. Δεν μου είπε όχι. Μου είπε ότι «θα αλλάξουμε το σύστημα, θα καταργήσουμε το διορισμό του μουφτή. Συνεπώς έχουμε το "πράσινο φως" στο θέμα». Επί του «θέματος» δεν υπήρξε διάψευση από πλευράς Τσίπρα.
Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας απάντησε με την τροπολογία της 1ης Αυγούστου 2018, καταργώντας τους δύο νόμιμους μουφτήδες.
Το γεγονός ότι αυτό συνέβη την ώρα που ζούσαμε μια εθνική τραγωδία αποδεικνύει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ορρωδούν προ ουδενός. Στην πραγματικότητα εκμεταλλεύθηκαν την περίοδο της οδύνης για να περάσουν μια τροπολογία που θα έχει σοβαρές εθνικές επιπτώσεις. Βάσει σχεδίου και βάσει διατεταγμένης υπηρεσίας.
Πρόκειται για ένα θέμα που ο Ερντογάν θέτει ξανά και ξανά. Η προηγούμενη φορά που είχε δηλώσει πως έλαβε πράσινο φως ήταν μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Μάιο του 2010. Τότε, στην κοινή συνέντευξή του με τον Γ. Παπανδρέου, είχε πει πως «ο μουφτής πρέπει να εκλέγεται και μετά να επικυρώνεται από την ελληνική κυβέρνηση. Να υπάρξει παραλληλία στον τρόπο εκλογής των ιεραρχών. Νομίζω ότι αυτό το θέμα πρέπει τάχιστα να λήξει».
Μετά, επί κυβέρνησης Σαμαρά, αυτή η συζήτηση έληξε. Αλλά επανήλθε επί Τσίπρα. Και στις 15 Δεκεμβρίου 2017, στη συνέντευξη Τύπου που ο κ. Τσίπρας έδωσε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, απαντώντας σε ερώτηση όσον αφορά στα θέματα που είχαν τεθεί κατά την μόλις ολοκληρωθείσα επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα και ειδικά για το θέμα των μουφτήδων, είχε απαντήσει:
«Κοιτάξτε, αυτή τη συζήτηση η κυβέρνηση την έχει ξεκινήσει εδώ και πάρα πολύ καιρό στο εσωτερικό της και έρχεται ως μία αντικειμενική ανάγκη, που δεν αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δεν αφορά τον Τούρκο Πρόεδρο. Είναι μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και είναι μια συζήτηση που πρέπει να επεκταθεί δημόσια και ανοιχτά με τη μειονότητα, τους Έλληνες πολίτες που ζουν στη Θράκη. Με τη μουσουλμανική μειονότητα, όπως είπε και ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, που δεν είναι τουρκική, είναι μουσουλμανική και είναι τριφυούς προέλευσης, όπως είπε. Συνεπώς, θα έλεγα ότι ήδη έχουμε πάρει πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση μεταρρυθμίσεων, που θα αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των συμπολιτών μας στη Θράκη, που έχουν να κάνουν με την εκπαίδευση, με τα σχολειά τους, με τα κίνητρα και τις δυνατότητες για αύξηση του βιοτικού τους επιπέδου, για την εργασία. Ταυτόχρονα, συζητήσαμε και ήδη έχουμε φέρει στη Βουλή έναν νόμο-τομή, που αφορά την σαρία, δηλαδή τη μη υποχρεωτική υπαγωγή κάθε Έλληνα πολίτη που ανήκει στη μουσουλμανική μειονότητα σ’ αυτό το, κατά τη δική μου εκτίμηση, μεσαιωνικής αντίληψης και λειτουργίας πλαίσιο που καθορίζει τις οικογενειακές σχέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ορίζονται από το Δίκαιο που ισχύει στη χώρα και όχι από το θρησκευτικό νόμο. Αυτή ήταν, αν θέλετε, μια υποχρέωση που είχαμε και απέναντι στο ελληνικό Σύνταγμα και απέναντι στο ευρωπαϊκό Δίκαιο, αλλά και απέναντι στη δική μας την αντίληψη περί ανθρωπισμού. Από κει και πέρα, η συζήτηση που αφορά το πώς θα μπορέσουμε να αμβλύνουμε υπαρκτές αντιθέσεις στο χώρο της μειονότητας, που έχουν να κάνουν με το ότι ένα μεγάλο τμήμα της δεν αναγνωρίζει τον επίσημο θρησκευτικό ηγέτη που αναγνωρίζει η ελληνική Πολιτεία, αυτή είναι μία συζήτηση που πρέπει να την κάνουμε. Πρέπει να την κάνουμε, διότι ούτε την ελληνική Πολιτεία τιμά αυτό ούτε βεβαίως τη μειονότητα, τη μουσουλμανική μειονότητα, την κάνει να αισθάνεται άνετα μια τέτοια πραγματικότητα. Θα θέλαμε λοιπόν να φθάσουμε στο σημείο εκείνο όπου – και δε θα γίνει αύριο αυτό, αλλά σε ένα βάθος χρόνου – αυτούς που θα αναγνωρίζει ως θρησκευτικούς ηγέτες η ελληνική Πολιτεία δε θα τους αμφισβητεί η μειονότητα ή μέρος της μειονότητας. Αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει με τους ίδιους τους Έλληνες πολίτες μουσουλμανικής πίστης και να καταλήξει το συντομότερο δυνατό, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε και την αντίστοιχη νομοθέτηση, που σε ένα βάθος χρόνου θα δημιουργεί εξελίξεις για να ξεπεράσουμε αυτά τα εμπόδια και αυτά τα προβλήματα. Δεν αφορά αυτό τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και μάλιστα – να εκφράσω και μία ευχή – μακάρι αυτό στο οποίο θα καταλήξουμε να μην το μποϊκοτάρουν κάποιοι και να το αποδεχθούν όλοι. Αλλά, επαναλαμβάνω, δεν είναι κάτι καινούριο αυτό και δεν αφορά και τις αμέσως επόμενες μέρες».
Εντελώς άλλα πράγματα είχε πει ο κ. Κοτζιάς στη Real News, στις 17 Δεκεμβρίου 2017. Είχε πει: «Ειδικότερα, ως προς τους μουφτήδες η τουρκική διπλωματία κάνει προτάσεις για τους Έλληνες μουφτήδες ενώ δεν της πέφτει λόγος. Προτείνει, δε, να προωθηθεί κάτι που δεν γίνεται στην ίδια την Τουρκία και μάλιστα όταν οι δικοί της μουφτήδες δεν ασκούν δικαστικές λειτουργίες. Όπως παραδέχθηκε ο Τούρκος Πρόεδρος κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, εξέφρασε μία «παράκληση» και όχι μία πολιτική θέση».
Ποια είναι, όμως, η αλήθεια; Όπως αποδεικνύεται, η αλήθεια βρίσκεται σε κάτι που ο κ. Κοτζιάς είχε πει ήδη από τις 11 Μαΐου 2015, μιλώντας στην τουρκική δημόσια τηλεόραση TRT.
Η ερώτηση στην οποία απάντησε ήταν:
«Στις εκλογές η μειονότητα στη Θράκη υποστήριξε σε μεγάλο βαθμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν πολλά θέματα που περιμένουν λύσεις, όπως το ζήτημα του μουφτή και το εκπαιδευτικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ τι υπόσχεται στη μειονότητα;»
Και ο Κοτζιάς είχε απαντήσει:
«Ναι υποστήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ πάνω από 40%. Νομίζω ότι για πρώτη φορά από ένα κόμμα εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ, εξελέγησαν τρεις βουλευτές που δηλώνουν μουσουλμάνοι και αισθάνονται πολλαπλούς πολιτισμικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με την Τουρκία. Δηλαδή, αυτό είναι ένα γεγονός θετικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της αριστεράς, ενσωματώνει αυτές τις διαδικασίες. Νομίζω ότι η Θράκη είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν όλα τα καλά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας. Υπάρχουν θετικά βήματα που γίνονται τα τελευταία χρόνια. Και θέλω να σας θυμίσω ότι, παρά τις δυσκολίες στην Ελλάδα, στην Θράκη διατηρήθηκαν στοιχεία που φέρουν τουρκικές ρίζες. Δε λέω τουρκικά στοιχεία, λέω στοιχεία με τουρκικές ρίζες. Ενώ όσον αφορά την Τουρκία, είχαμε δυσκολίες στη διατήρηση των 250.000 Ρωμιών, από τους οποίους απέμειναν 2.000 με 3.000. Άρα στη Θράκη τα προβλήματα είναι στην πλειονότητα προβλήματα ανάπτυξης και όχι προβλήματα που σχετίζονται με καταπίεση και περιορισμό των δικαιωμάτων».
Προσεκτικός, αλλά η είδηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η μειονότητα υποστήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και αυτό έρχεται και δένει με αυτό που αργότερα είπε ο κ. Τσίπρας, ότι δηλαδή η μειονότητα (που τους στήριξε) πρέπει να νιώθει άνετα με τους θρησκευτικούς της ηγέτες!
Μόνο που οι μουφτήδες ΔΕΝ είναι θρησκευτικοί ηγέτες.
Βάσει της Συνθήκης της Λοζάνης, η μειονότητα που παρέμεινε στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή πληθυσμών είναι θρησκευτική (μουσουλμανική), ενώ αυτή που παρέμεινε στην Τουρκία ελληνική.
Η Συνθήκη δεν προβλέπει μεν τον τρόπο επιλογής των μουφτήδων, ωστόσο κατοχυρώνει απόλυτα τη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 42). Προβλέπει, όμως, θρησκευτική και όχι εθνική μειονότητα. Ακριβώς γι’ αυτό, δηλαδή για να εξασφαλίζεται η θρησκευτική ελευθερία, αλλά και για να κατοχυρωθεί και να υπογραμμιστεί ο θρησκευτικός χαρακτήρας της μειονότητας, στην Ελλάδα επελέγη το μοντέλο εφαρμογής μιας ιδιότυπης Σαρίας, ώστε οι μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι να μην αισθάνονται ότι στερούνται των θρησκευτικών ελευθεριών τους, του δικαιώματός τους δηλαδή να απευθύνονται για διάφορα θέματα στους ιερωμένους τους.
Ακριβώς, όμως, επειδή οι μουφτήδες με τον τρόπο αυτό απέκτησαν εκτός από θρησκευτικές και δικαστικές αρμοδιότητες, κατέστησαν κρατικοί λειτουργοί μισθοδοτούμενοι από το Κράτος. Και ακριβώς επειδή έχουν διττό ρόλο, δεν είναι δυνατόν να εκλέγονται. Γι’ αυτό και πουθενά στον κόσμο δεν εκλέγονται.
Η Ελλάδα δεν έχει δεχθεί διαχωρισμό αρμοδιοτήτων, διότι κάτι τέτοιο θα κινδύνευε να οδηγήσει σε εθνική μειονότητα.
Γι’ αυτό και το Σύνταγμα θέτει υπό την εποπτεία της Πολιτείας τόσο την επικρατούσα θρησκεία όσο και τις άλλες αναγνωρισμένες θρησκείες. Και γι’ αυτό θα ήταν λάθος ένας χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας.
Ο Ερντογάν εδώ και πάνω από δέκα χρόνια επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια: Επικαλούμενος τη Συνθήκη της Λοζάνης και ερμηνεύοντάς την κατά το δοκούν, εξισώνει τον Πατριάρχη με τον αρχιμουφτή.
Και επαναλαμβάνει ότι οι μουφτήδες πρέπει να εκλέγονται, λέγοντας πως η Τουρκία έδωσε την τουρκική υπηκοότητα σε ιερωμένους που περιέλαβε σε κατάλογο το Πατριαρχείο, προκειμένου να μπορούν να λαμβάνουν μέρος ως υποψήφιοι στη διαδικασία εκλογής Πατριάρχη.
«Η ελληνική κυβέρνηση διορίζει τον αρχιμουφτή σα να είναι υπάλληλός της», είχε πει τον Οκτώβριο του 2013 μιλώντας σε βουλευτές του. Και πρόσθεσε: «Λες και διορίζω εγώ τον Πατριάρχη»…
Ωστόσο, το αξίωμα του Πατριάρχη είναι το ανώτατο ιερατικό αξίωμα, ενώ αυτό του μουφτή δεν είναι. Ο αντίστοιχος του Πατριάρχη στη μουσουλμανική θρησκεία είναι ο Χαλίφης ή ο Σεϊχ-Ουλ-Ισλάμ.
Επομένως, οι συγκρίσεις που κάνει ο Ερντογάν πρέπει να απορρίπτονται αμέσως. Κάτι που όχι μόνο δεν συνέβη, αλλά ο υπουργός Παιδείας κ. Γαβρόγλου, σε συνέντευξή του στο Κανάλι της Βουλής (15 Νοεμβρίου 2017 ξεκίνησε τη συζήτηση περί μουφτήδων και έκανε αναφορά στον τρόπο εκλογής του Πατριάρχη – ουσιαστικά αποδεχόμενος τον συσχετισμό.
Αυτό αποτελεί παραβίαση της Συνθήκης της Λοζάνης, η οποία στο άρθρο 27 αναφέρει:
«Ουδεμία πολιτική, νομοθετική ή διοικητική εξουσία ή δικαιοδοσία θέλει ασκηθή, δι’ οιονδήποτε λόγον, υπό της Κυβερνήσεως ή των Αρχών της Τουρκίας εκτός του τουρκικού εδάφους επί των υπηκόων εδάφους διατελούντος υπό την κυριαρχίαν ή το προτεκτοράτον των λοιπών Δυνάμεων των υπογραψασών την παρούσαν Συνθήκην και επί των υπηκόων εδάφους αποσπασθέντος της Τουρκίας. Εννοείται ότι η πνευματική δικαιοδοσία των θρησκευτικών μουσουλμανικών Αρχών δεν θέλει ποσώς θιγή».
Δεν επιτρέπει δηλαδή η Συνθήκη οποιαδήποτε παρέμβαση στην Τουρκία, αναγνωρίζοντας μόνο τον σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία.
Με τη συμπεριφορά της, όμως, και με την πολύχρονη δράση του τουρκικού προξενείου, η Τουρκία αυτό ακριβώς επιδιώκει: Πολιτική παρέμβαση επί ξένου εδάφους – εν προκειμένω του ελληνικού.
Μάλιστα, ο Ερντογάν, σε σειρά δηλώσεών του όλα αυτά τα χρόνια συνδέει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης με την «επίλυση» του θέματος των μουφτήδων. Έτσι, όχι μόνο παραβιάζει τη Συνθήκη της Λοζάνης που επιβάλλει στην Τουρκία τον σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών και την παραχώρηση κάθε διευκόλυνσης για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων της ελληνικής μειονότητας, αλλά θέτει και θέμα αμοιβαιότητας.
Αλλά στη Συνθήκη της Λοζάνης ο όρος «αμοιβαιότητα» δεν υπάρχει!
Στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκει η Τουρκία είναι η μετατροπή της θρησκευτικής μειονότητας σε εθνική δια της εκλογής ενός πολιτικοθρησκευτικού ηγέτη.
Τώρα, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ άνοιξε τον δρόμο για την δημιουργία ενός πολιτικοθρησκευτικού ηγέτη στη Θράκη.
Διότι από την στιγμή που κάποιος εκλέγεται, αποκτά από τον λαό τη δύναμη να πράξει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι.
Θυμίζω ότι επί κυβέρνησης Σαμαρά ελήφθησαν μια σειρά πρωτοβουλίες που προκάλεσαν αντιδράσεις στην τουρκική πλευρά.
Τον Ιανουάριο του 2013 ψηφίστηκε τροπολογία με την οποία για πρώτη φορά δόθηκε η δυνατότητα σε 240 ιεροδιδασκάλους των τριών μουφτειών της Θράκης να διδάσκουν το Κοράνιο και σε δημόσια σχολεία της Θράκης σε μαθητές της μειονότητας που έχουν απαλλαγεί από το μάθημα των θρησκευτικών, εντός του ωραρίου διδασκαλίας τους και χωρίς η διδασκαλία αυτή να αποτελεί μέρος του επισήμου σχολικού προγράμματος. Ο Τούρκος πρόξενος στην Κομοτηνή είχε τότε δηλώσει πως «όσο είμαι εγώ εδώ, δεν θα περάσει».
Είναι προφανές ότι οι Τούρκοι δεν θέλουν καμιά εποπτεία από το ελληνικό κράτος ως προς το περιεχόμενο των σπουδών τους.
Τον Ιανουάριο του 2014, με άλλη τροπολογία επιβεβαιώθηκε ο νόμος 1920/1991 (θυμίζω ότι το 1990, επί κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, κηρύχθηκε απόλυτη ισονομία, με αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο του 2006 ο Ερντογάν να παραδεχθεί ότι «η κατάσταση στη Δ. Θράκη σήμερα είναι καλύτερη), που προέβλεπε ότι οι μουφτείες είναι δημόσιες υπηρεσίες. Με την τροπολογία του 2014 ορίσθηκε ότι οι μουφτείες είναι δημόσιες υπηρεσίες επιπέδου γενικής διεύθυνσης.
Όλα αυτά φαίνεται ότι τώρα πάνε περίπατο. Και οι Τούρκοι το ήξεραν, γι’ αυτό και βοήθησαν με κάθε τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ στη Θράκη.
Είναι άλλωστε γνωστό ότι η Τουρκία (όπως προκύπτει και από δηλώσεις των μουσουλμάνων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στον τουρκικό Τύπο) θεωρούσε πως μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα διευκόλυνε τα σχέδιά της στη Θράκη με την αποδοχή των «αιτημάτων» της περί μουφτήδων κλπ.
Αυτά που λέει ο κ. Τσίπρας περί νομοθεσίας – τομής σχετικά με την ψήφιση της προαιρετικής υπαγωγής στη Σαρία και στον Μουφτή είναι παραμύθια. Αυτό ίσχυε. Τον Μάρτιο του 2008, το Μονομελές Πρωτοδικείο της Ροδόπης αποφάσισε ότι οι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του μουφτή δεν μπορούν να λειτουργούν σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, από το 2006 είχε αποφασιστεί από το Υπουργείο των Εξωτερικών ο συστηματικότερος έλεγχος των δικαστικών αποφάσεων ώστε να είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Και στις 19 Φεβρουαρίου 2009, το Μονομελές Πρωτοδικείο της Ροδόπης δικαίωσε μια μουσουλμάνα και της έδωσε την επιμέλεια των παιδιών της κόντρα στην απόφαση του μουφτή.
Τώρα, οι γυναίκες της μειονότητας υποτίθεται ότι θα έχουν το δικαίωμα της επιλογής μεταξύ μουφτή και δικαιοσύνης. Πιστεύει κανείς πως θα μπορούν να πάρουν μια τέτοια απόφαση με την ελεύθερη βούλησή τους ή θα οδηγούνται στον μουφτή θέλουν δεν θέλουν;
Προφανώς, το δεύτερο – και αυτό το καταλαβαίνουν όλοι!
Επομένως, τι κάνει τώρα ο κ. Τσίπρας;
Πετυχαίνει με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια – και την υποστήριξη της μειονότητας (μέσω Τουρκίας) στις εκλογές και το χατίρι του Ερντογάν, που μετά θα του το χρωστάει και θα τον υποστηρίξει στις εκλογές.
Αν αυτό, η δημιουργία δηλαδή ενός πολιτικοθρησκευτικού ηγέτη στη Θράκη θα προκαλέσει σοβαρότατα εθνικά και υπαρξιακά προβλήματα και εκεί, λίγο ενδιαφέρει αυτά τα διαλυτικά και τυχοδιωκτικά στοιχεία.
Το απέδειξαν άλλωστε και στη Μακεδονία…
Σοφία Βούλτεψη
Μέσα στο βαρύ πένθος στο οποίο έχει βυθιστεί όλη η χώρα – και ενώ οι προκλητικές κυβερνητικές δηλώσεις συνεχίζονται με τις ευθύνες να μεταφέρονται στους ώμους των ίδιων των θυμάτων – η κυβέρνηση ψήφισε τροπολογία για την υποχρεωτική συνταξιοδότηση των μουφτήδων στα 67 τους χρόνια. Και καθώς οι νόμιμοι και διορισμένοι από την ελληνική κυβέρνηση μουφτήδες της Ξάνθης και της Κομοτηνής έχουν προ πολλού ξεπεράσει αυτό το ηλικιακό όριο, θα ακολουθήσει η δεύτερη φάση, γεγονός που καθιστά βάσιμες τις υποψίες ότι ο κ. Τσίπρας έχει αποφασίσει να ικανοποιήσει το αίτημα του Ερντογάν για εκλογή των μουφτήδων.
Το γεγονός πανηγυρίστηκε δεόντως στην Τουρκία, με τον Τύπο να αναφέρει ότι «ο Τσίπρας έκανε το χατίρι του Ερντογάν». Υποστηρίζουν μάλιστα αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε, ότι δηλαδή με τη ρύθμιση ανάβει το πράσινο φως για την εκλογή των μουφτήδων.
Έγραψε η εφημερίδα Σαμπάχ: «Ο Τσίπρας έδωσε εντολή. Για το χατίρι του προέδρου Ερντογάν…».
Η Τζουμχουριέτ σχολίασε ότι πρόκειται για «ερντογανική ρύθμιση για τους μουφτήδες στην Ελλάδα», ενώ το τουρκικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu ανέφερε: «Υποχρεωτική συνταξιοδότηση των διορισμένων μουφτήδων στη Δυτική Θράκη».
Τον περασμένο μήνα, μετά την συνάντησή του με τον κ. Τσίπρα στις Βρυξέλλες, μιλώντας σε δημοσιογράφους, ο κ. Ερντογάν είπε: «Συζητήσαμε και το θέμα της Δυτικής Θράκης. Του υπενθύμισα το θέμα του μουφτή. Ελπίζω ότι ο μουφτής θα εκλέγεται. Δεν μου είπε όχι. Μου είπε ότι «θα αλλάξουμε το σύστημα, θα καταργήσουμε το διορισμό του μουφτή. Συνεπώς έχουμε το "πράσινο φως" στο θέμα». Επί του «θέματος» δεν υπήρξε διάψευση από πλευράς Τσίπρα.
Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας απάντησε με την τροπολογία της 1ης Αυγούστου 2018, καταργώντας τους δύο νόμιμους μουφτήδες.
Το γεγονός ότι αυτό συνέβη την ώρα που ζούσαμε μια εθνική τραγωδία αποδεικνύει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ορρωδούν προ ουδενός. Στην πραγματικότητα εκμεταλλεύθηκαν την περίοδο της οδύνης για να περάσουν μια τροπολογία που θα έχει σοβαρές εθνικές επιπτώσεις. Βάσει σχεδίου και βάσει διατεταγμένης υπηρεσίας.
Πρόκειται για ένα θέμα που ο Ερντογάν θέτει ξανά και ξανά. Η προηγούμενη φορά που είχε δηλώσει πως έλαβε πράσινο φως ήταν μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Μάιο του 2010. Τότε, στην κοινή συνέντευξή του με τον Γ. Παπανδρέου, είχε πει πως «ο μουφτής πρέπει να εκλέγεται και μετά να επικυρώνεται από την ελληνική κυβέρνηση. Να υπάρξει παραλληλία στον τρόπο εκλογής των ιεραρχών. Νομίζω ότι αυτό το θέμα πρέπει τάχιστα να λήξει».
Μετά, επί κυβέρνησης Σαμαρά, αυτή η συζήτηση έληξε. Αλλά επανήλθε επί Τσίπρα. Και στις 15 Δεκεμβρίου 2017, στη συνέντευξη Τύπου που ο κ. Τσίπρας έδωσε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, απαντώντας σε ερώτηση όσον αφορά στα θέματα που είχαν τεθεί κατά την μόλις ολοκληρωθείσα επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα και ειδικά για το θέμα των μουφτήδων, είχε απαντήσει:
«Κοιτάξτε, αυτή τη συζήτηση η κυβέρνηση την έχει ξεκινήσει εδώ και πάρα πολύ καιρό στο εσωτερικό της και έρχεται ως μία αντικειμενική ανάγκη, που δεν αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δεν αφορά τον Τούρκο Πρόεδρο. Είναι μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και είναι μια συζήτηση που πρέπει να επεκταθεί δημόσια και ανοιχτά με τη μειονότητα, τους Έλληνες πολίτες που ζουν στη Θράκη. Με τη μουσουλμανική μειονότητα, όπως είπε και ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, που δεν είναι τουρκική, είναι μουσουλμανική και είναι τριφυούς προέλευσης, όπως είπε. Συνεπώς, θα έλεγα ότι ήδη έχουμε πάρει πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση μεταρρυθμίσεων, που θα αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των συμπολιτών μας στη Θράκη, που έχουν να κάνουν με την εκπαίδευση, με τα σχολειά τους, με τα κίνητρα και τις δυνατότητες για αύξηση του βιοτικού τους επιπέδου, για την εργασία. Ταυτόχρονα, συζητήσαμε και ήδη έχουμε φέρει στη Βουλή έναν νόμο-τομή, που αφορά την σαρία, δηλαδή τη μη υποχρεωτική υπαγωγή κάθε Έλληνα πολίτη που ανήκει στη μουσουλμανική μειονότητα σ’ αυτό το, κατά τη δική μου εκτίμηση, μεσαιωνικής αντίληψης και λειτουργίας πλαίσιο που καθορίζει τις οικογενειακές σχέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ορίζονται από το Δίκαιο που ισχύει στη χώρα και όχι από το θρησκευτικό νόμο. Αυτή ήταν, αν θέλετε, μια υποχρέωση που είχαμε και απέναντι στο ελληνικό Σύνταγμα και απέναντι στο ευρωπαϊκό Δίκαιο, αλλά και απέναντι στη δική μας την αντίληψη περί ανθρωπισμού. Από κει και πέρα, η συζήτηση που αφορά το πώς θα μπορέσουμε να αμβλύνουμε υπαρκτές αντιθέσεις στο χώρο της μειονότητας, που έχουν να κάνουν με το ότι ένα μεγάλο τμήμα της δεν αναγνωρίζει τον επίσημο θρησκευτικό ηγέτη που αναγνωρίζει η ελληνική Πολιτεία, αυτή είναι μία συζήτηση που πρέπει να την κάνουμε. Πρέπει να την κάνουμε, διότι ούτε την ελληνική Πολιτεία τιμά αυτό ούτε βεβαίως τη μειονότητα, τη μουσουλμανική μειονότητα, την κάνει να αισθάνεται άνετα μια τέτοια πραγματικότητα. Θα θέλαμε λοιπόν να φθάσουμε στο σημείο εκείνο όπου – και δε θα γίνει αύριο αυτό, αλλά σε ένα βάθος χρόνου – αυτούς που θα αναγνωρίζει ως θρησκευτικούς ηγέτες η ελληνική Πολιτεία δε θα τους αμφισβητεί η μειονότητα ή μέρος της μειονότητας. Αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει με τους ίδιους τους Έλληνες πολίτες μουσουλμανικής πίστης και να καταλήξει το συντομότερο δυνατό, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε και την αντίστοιχη νομοθέτηση, που σε ένα βάθος χρόνου θα δημιουργεί εξελίξεις για να ξεπεράσουμε αυτά τα εμπόδια και αυτά τα προβλήματα. Δεν αφορά αυτό τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και μάλιστα – να εκφράσω και μία ευχή – μακάρι αυτό στο οποίο θα καταλήξουμε να μην το μποϊκοτάρουν κάποιοι και να το αποδεχθούν όλοι. Αλλά, επαναλαμβάνω, δεν είναι κάτι καινούριο αυτό και δεν αφορά και τις αμέσως επόμενες μέρες».
Εντελώς άλλα πράγματα είχε πει ο κ. Κοτζιάς στη Real News, στις 17 Δεκεμβρίου 2017. Είχε πει: «Ειδικότερα, ως προς τους μουφτήδες η τουρκική διπλωματία κάνει προτάσεις για τους Έλληνες μουφτήδες ενώ δεν της πέφτει λόγος. Προτείνει, δε, να προωθηθεί κάτι που δεν γίνεται στην ίδια την Τουρκία και μάλιστα όταν οι δικοί της μουφτήδες δεν ασκούν δικαστικές λειτουργίες. Όπως παραδέχθηκε ο Τούρκος Πρόεδρος κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, εξέφρασε μία «παράκληση» και όχι μία πολιτική θέση».
Ποια είναι, όμως, η αλήθεια; Όπως αποδεικνύεται, η αλήθεια βρίσκεται σε κάτι που ο κ. Κοτζιάς είχε πει ήδη από τις 11 Μαΐου 2015, μιλώντας στην τουρκική δημόσια τηλεόραση TRT.
Η ερώτηση στην οποία απάντησε ήταν:
«Στις εκλογές η μειονότητα στη Θράκη υποστήριξε σε μεγάλο βαθμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν πολλά θέματα που περιμένουν λύσεις, όπως το ζήτημα του μουφτή και το εκπαιδευτικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ τι υπόσχεται στη μειονότητα;»
Και ο Κοτζιάς είχε απαντήσει:
«Ναι υποστήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ πάνω από 40%. Νομίζω ότι για πρώτη φορά από ένα κόμμα εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ, εξελέγησαν τρεις βουλευτές που δηλώνουν μουσουλμάνοι και αισθάνονται πολλαπλούς πολιτισμικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με την Τουρκία. Δηλαδή, αυτό είναι ένα γεγονός θετικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της αριστεράς, ενσωματώνει αυτές τις διαδικασίες. Νομίζω ότι η Θράκη είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν όλα τα καλά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας. Υπάρχουν θετικά βήματα που γίνονται τα τελευταία χρόνια. Και θέλω να σας θυμίσω ότι, παρά τις δυσκολίες στην Ελλάδα, στην Θράκη διατηρήθηκαν στοιχεία που φέρουν τουρκικές ρίζες. Δε λέω τουρκικά στοιχεία, λέω στοιχεία με τουρκικές ρίζες. Ενώ όσον αφορά την Τουρκία, είχαμε δυσκολίες στη διατήρηση των 250.000 Ρωμιών, από τους οποίους απέμειναν 2.000 με 3.000. Άρα στη Θράκη τα προβλήματα είναι στην πλειονότητα προβλήματα ανάπτυξης και όχι προβλήματα που σχετίζονται με καταπίεση και περιορισμό των δικαιωμάτων».
Προσεκτικός, αλλά η είδηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η μειονότητα υποστήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και αυτό έρχεται και δένει με αυτό που αργότερα είπε ο κ. Τσίπρας, ότι δηλαδή η μειονότητα (που τους στήριξε) πρέπει να νιώθει άνετα με τους θρησκευτικούς της ηγέτες!
Μόνο που οι μουφτήδες ΔΕΝ είναι θρησκευτικοί ηγέτες.
Βάσει της Συνθήκης της Λοζάνης, η μειονότητα που παρέμεινε στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή πληθυσμών είναι θρησκευτική (μουσουλμανική), ενώ αυτή που παρέμεινε στην Τουρκία ελληνική.
Η Συνθήκη δεν προβλέπει μεν τον τρόπο επιλογής των μουφτήδων, ωστόσο κατοχυρώνει απόλυτα τη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 42). Προβλέπει, όμως, θρησκευτική και όχι εθνική μειονότητα. Ακριβώς γι’ αυτό, δηλαδή για να εξασφαλίζεται η θρησκευτική ελευθερία, αλλά και για να κατοχυρωθεί και να υπογραμμιστεί ο θρησκευτικός χαρακτήρας της μειονότητας, στην Ελλάδα επελέγη το μοντέλο εφαρμογής μιας ιδιότυπης Σαρίας, ώστε οι μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι να μην αισθάνονται ότι στερούνται των θρησκευτικών ελευθεριών τους, του δικαιώματός τους δηλαδή να απευθύνονται για διάφορα θέματα στους ιερωμένους τους.
Ακριβώς, όμως, επειδή οι μουφτήδες με τον τρόπο αυτό απέκτησαν εκτός από θρησκευτικές και δικαστικές αρμοδιότητες, κατέστησαν κρατικοί λειτουργοί μισθοδοτούμενοι από το Κράτος. Και ακριβώς επειδή έχουν διττό ρόλο, δεν είναι δυνατόν να εκλέγονται. Γι’ αυτό και πουθενά στον κόσμο δεν εκλέγονται.
Η Ελλάδα δεν έχει δεχθεί διαχωρισμό αρμοδιοτήτων, διότι κάτι τέτοιο θα κινδύνευε να οδηγήσει σε εθνική μειονότητα.
Γι’ αυτό και το Σύνταγμα θέτει υπό την εποπτεία της Πολιτείας τόσο την επικρατούσα θρησκεία όσο και τις άλλες αναγνωρισμένες θρησκείες. Και γι’ αυτό θα ήταν λάθος ένας χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας.
Ο Ερντογάν εδώ και πάνω από δέκα χρόνια επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια: Επικαλούμενος τη Συνθήκη της Λοζάνης και ερμηνεύοντάς την κατά το δοκούν, εξισώνει τον Πατριάρχη με τον αρχιμουφτή.
Και επαναλαμβάνει ότι οι μουφτήδες πρέπει να εκλέγονται, λέγοντας πως η Τουρκία έδωσε την τουρκική υπηκοότητα σε ιερωμένους που περιέλαβε σε κατάλογο το Πατριαρχείο, προκειμένου να μπορούν να λαμβάνουν μέρος ως υποψήφιοι στη διαδικασία εκλογής Πατριάρχη.
«Η ελληνική κυβέρνηση διορίζει τον αρχιμουφτή σα να είναι υπάλληλός της», είχε πει τον Οκτώβριο του 2013 μιλώντας σε βουλευτές του. Και πρόσθεσε: «Λες και διορίζω εγώ τον Πατριάρχη»…
Ωστόσο, το αξίωμα του Πατριάρχη είναι το ανώτατο ιερατικό αξίωμα, ενώ αυτό του μουφτή δεν είναι. Ο αντίστοιχος του Πατριάρχη στη μουσουλμανική θρησκεία είναι ο Χαλίφης ή ο Σεϊχ-Ουλ-Ισλάμ.
Επομένως, οι συγκρίσεις που κάνει ο Ερντογάν πρέπει να απορρίπτονται αμέσως. Κάτι που όχι μόνο δεν συνέβη, αλλά ο υπουργός Παιδείας κ. Γαβρόγλου, σε συνέντευξή του στο Κανάλι της Βουλής (15 Νοεμβρίου 2017 ξεκίνησε τη συζήτηση περί μουφτήδων και έκανε αναφορά στον τρόπο εκλογής του Πατριάρχη – ουσιαστικά αποδεχόμενος τον συσχετισμό.
Αυτό αποτελεί παραβίαση της Συνθήκης της Λοζάνης, η οποία στο άρθρο 27 αναφέρει:
«Ουδεμία πολιτική, νομοθετική ή διοικητική εξουσία ή δικαιοδοσία θέλει ασκηθή, δι’ οιονδήποτε λόγον, υπό της Κυβερνήσεως ή των Αρχών της Τουρκίας εκτός του τουρκικού εδάφους επί των υπηκόων εδάφους διατελούντος υπό την κυριαρχίαν ή το προτεκτοράτον των λοιπών Δυνάμεων των υπογραψασών την παρούσαν Συνθήκην και επί των υπηκόων εδάφους αποσπασθέντος της Τουρκίας. Εννοείται ότι η πνευματική δικαιοδοσία των θρησκευτικών μουσουλμανικών Αρχών δεν θέλει ποσώς θιγή».
Δεν επιτρέπει δηλαδή η Συνθήκη οποιαδήποτε παρέμβαση στην Τουρκία, αναγνωρίζοντας μόνο τον σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία.
Με τη συμπεριφορά της, όμως, και με την πολύχρονη δράση του τουρκικού προξενείου, η Τουρκία αυτό ακριβώς επιδιώκει: Πολιτική παρέμβαση επί ξένου εδάφους – εν προκειμένω του ελληνικού.
Μάλιστα, ο Ερντογάν, σε σειρά δηλώσεών του όλα αυτά τα χρόνια συνδέει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης με την «επίλυση» του θέματος των μουφτήδων. Έτσι, όχι μόνο παραβιάζει τη Συνθήκη της Λοζάνης που επιβάλλει στην Τουρκία τον σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών και την παραχώρηση κάθε διευκόλυνσης για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων της ελληνικής μειονότητας, αλλά θέτει και θέμα αμοιβαιότητας.
Αλλά στη Συνθήκη της Λοζάνης ο όρος «αμοιβαιότητα» δεν υπάρχει!
Στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκει η Τουρκία είναι η μετατροπή της θρησκευτικής μειονότητας σε εθνική δια της εκλογής ενός πολιτικοθρησκευτικού ηγέτη.
Τώρα, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ άνοιξε τον δρόμο για την δημιουργία ενός πολιτικοθρησκευτικού ηγέτη στη Θράκη.
Διότι από την στιγμή που κάποιος εκλέγεται, αποκτά από τον λαό τη δύναμη να πράξει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι.
Θυμίζω ότι επί κυβέρνησης Σαμαρά ελήφθησαν μια σειρά πρωτοβουλίες που προκάλεσαν αντιδράσεις στην τουρκική πλευρά.
Τον Ιανουάριο του 2013 ψηφίστηκε τροπολογία με την οποία για πρώτη φορά δόθηκε η δυνατότητα σε 240 ιεροδιδασκάλους των τριών μουφτειών της Θράκης να διδάσκουν το Κοράνιο και σε δημόσια σχολεία της Θράκης σε μαθητές της μειονότητας που έχουν απαλλαγεί από το μάθημα των θρησκευτικών, εντός του ωραρίου διδασκαλίας τους και χωρίς η διδασκαλία αυτή να αποτελεί μέρος του επισήμου σχολικού προγράμματος. Ο Τούρκος πρόξενος στην Κομοτηνή είχε τότε δηλώσει πως «όσο είμαι εγώ εδώ, δεν θα περάσει».
Είναι προφανές ότι οι Τούρκοι δεν θέλουν καμιά εποπτεία από το ελληνικό κράτος ως προς το περιεχόμενο των σπουδών τους.
Τον Ιανουάριο του 2014, με άλλη τροπολογία επιβεβαιώθηκε ο νόμος 1920/1991 (θυμίζω ότι το 1990, επί κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, κηρύχθηκε απόλυτη ισονομία, με αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο του 2006 ο Ερντογάν να παραδεχθεί ότι «η κατάσταση στη Δ. Θράκη σήμερα είναι καλύτερη), που προέβλεπε ότι οι μουφτείες είναι δημόσιες υπηρεσίες. Με την τροπολογία του 2014 ορίσθηκε ότι οι μουφτείες είναι δημόσιες υπηρεσίες επιπέδου γενικής διεύθυνσης.
Όλα αυτά φαίνεται ότι τώρα πάνε περίπατο. Και οι Τούρκοι το ήξεραν, γι’ αυτό και βοήθησαν με κάθε τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ στη Θράκη.
Είναι άλλωστε γνωστό ότι η Τουρκία (όπως προκύπτει και από δηλώσεις των μουσουλμάνων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στον τουρκικό Τύπο) θεωρούσε πως μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα διευκόλυνε τα σχέδιά της στη Θράκη με την αποδοχή των «αιτημάτων» της περί μουφτήδων κλπ.
Αυτά που λέει ο κ. Τσίπρας περί νομοθεσίας – τομής σχετικά με την ψήφιση της προαιρετικής υπαγωγής στη Σαρία και στον Μουφτή είναι παραμύθια. Αυτό ίσχυε. Τον Μάρτιο του 2008, το Μονομελές Πρωτοδικείο της Ροδόπης αποφάσισε ότι οι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του μουφτή δεν μπορούν να λειτουργούν σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, από το 2006 είχε αποφασιστεί από το Υπουργείο των Εξωτερικών ο συστηματικότερος έλεγχος των δικαστικών αποφάσεων ώστε να είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Και στις 19 Φεβρουαρίου 2009, το Μονομελές Πρωτοδικείο της Ροδόπης δικαίωσε μια μουσουλμάνα και της έδωσε την επιμέλεια των παιδιών της κόντρα στην απόφαση του μουφτή.
Τώρα, οι γυναίκες της μειονότητας υποτίθεται ότι θα έχουν το δικαίωμα της επιλογής μεταξύ μουφτή και δικαιοσύνης. Πιστεύει κανείς πως θα μπορούν να πάρουν μια τέτοια απόφαση με την ελεύθερη βούλησή τους ή θα οδηγούνται στον μουφτή θέλουν δεν θέλουν;
Προφανώς, το δεύτερο – και αυτό το καταλαβαίνουν όλοι!
Επομένως, τι κάνει τώρα ο κ. Τσίπρας;
Πετυχαίνει με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια – και την υποστήριξη της μειονότητας (μέσω Τουρκίας) στις εκλογές και το χατίρι του Ερντογάν, που μετά θα του το χρωστάει και θα τον υποστηρίξει στις εκλογές.
Αν αυτό, η δημιουργία δηλαδή ενός πολιτικοθρησκευτικού ηγέτη στη Θράκη θα προκαλέσει σοβαρότατα εθνικά και υπαρξιακά προβλήματα και εκεί, λίγο ενδιαφέρει αυτά τα διαλυτικά και τυχοδιωκτικά στοιχεία.
Το απέδειξαν άλλωστε και στη Μακεδονία…
Σοφία Βούλτεψη
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου